Στον Χρήστο Πατούνα
Ο Ρίτσος, βγήκε πάλι, απόψε, απ’ το γιατάκι του. Είναι ο πιο
θρυλικός λύκος των τελευταίων δέκα χρόνων, που οι χωριάτες και οι τσομπαναραίοι
της περιοχής, ως κάτω, στα Χάσια, απ’ τα κατορθώματά του, δηλαδή τις ζημιές που
τους έκανε, του έχουνε αποδώσει υπερφυσικές δυνάμεις: λένε ότι πηδάει πάνω από
δυόμιση μέτρα ύψος και μπαίνει στα μαντριά, ότι δεν έχει μυρωδιά λύκου γιατί ο
πατέρας του ήταν λυκόσκυλο μπερδεμένο με Μολοσσό, οπότε τα τσομπανόσκυλα δεν τον
μυρίζουν, δεν τον καταλαβαίνουνε όταν κοντοσιμώνει. Ότι δεν τον πιάνει φόλα,
ούτε με αρσενικό, ούτε με υδροκυάνιο. Τα σκάγια δεν τον βρίσκουν. Ότι είναι
μιάμιση φορά πιο μεγάλος και πιο μακρύς από κανονικό λύκο. Ότι έχει πονηρία
αλεπούς και αγριόγατας μαζί και τα μάτια του είναι γαλάζια και κόκκινα. Λένε
ιστορίες πολλές γι’ αυτόν τον λύκο, που είναι, πια, απ’ όσο υπολογίζουνε, οχτώ
χρονών, σχεδόν γέρος, χωρίς να γερνάει, αφού συνεχίζει να αρπάζει με την ίδια
ευκολία γίδια, τράγους και κατσίκια, ακόμα και μέσα από οικισμούς, κι αυλές, όταν
βαραίνει πολύ ο χειμώνας.
Πήρε αυτό το όνομα γιατί, όταν γεννάει η λύκαινα (στα μέρη
μας την λένε λύκισσα), το λυκάκι που θα έχει την μεγαλύτερη μοβοριά, μοχθηρία
και τόλμη απ’ τα υπόλοιπα, αλλά τράβηξε και τα πιο φονικά χούγια κι από
παλιότερους προγόνους του, εδώ, στα χωριά της Ελασσόνας, το λέμε Ρίτσο.
Ένας τσομπάνης, ο Τάκης ο Σιγομήτρος, διηγείται ότι ο Ρίτσος
μαγεύει το κοπάδι πριν αρπάξει μια γίδα και λέει ότι το είδε με τα μάτια του: μια μέρα, που ήταν ψηλά, σε ένα
πλάτωμα στην Κούτρα- Ράχη, με τα ζώα και στάλιαζαν, χωρίς να τον πάρουνε
χαμπάρι τα σκυλιά, και είχε οχτώ, μπήκε ο λύκαρος μέσα στα γίδια κι άρχισε να
χορεύει, ανάμεσά τους, να χοροπηδάει δώθε-κείθε χαρούμενος, παίζοντας, χωρίς να
πειράζει κανένα ζώο, να κάνει καμώματα, σαν σκυλί που είναι να του δώσεις μεζέ.
Τον κοίταζαν τα γίδια και τα σκυλιά αποσβολωμένα, και μετά άρχισαν να τον
ακολουθούν υπνωτισμένα – τα πήρε και τα οδηγούσε, σαν γκεσέμι (ευνούχος τράγος
που καθοδηγεί το ποίμνιο), κατά πάνω, προς την κορυφή. Και μετά, ξαφνικά,
άρπαξε μια γίδα, που ήταν στην άκρη-άκρη, την πήγε παραπέρα, της έκοψε τον
λαιμό, της ρούφηξε όλο σχεδόν το αίμα, ενώ αυτή ήταν ακόμα ζωντανή,
ψυχομαχούσε, και την παράτησε κι έφυγε. Αλλά και τα σκυλιά και ο ίδιος ο
τσομπάνης, λέει, είχε μαγευτεί, καθότανε και κοιτούσε τον Ρίτσο βουβός,
παρακολουθούσε όλη την σκηνή ανήμπορος, κοκάλωσε, και δεν μπορούσε να κουνήσει
ούτε βλέφαρο. Αυτή και άλλες, πολλές,
ασύρραπτες διηγήσεις έχουνε κάνει θρύλο αυτόν τον λύκο, τον έχουνε φτάσει σε ιδεαλιστική ανύψωση.
Βγήκε ο Ρίτσος κι απόψε απ’ το γιατάκι του, που τις
τελευταίες δυο μέρες είναι πάλι σε μέρος απρόσιτο, κακοτράχαλο, μέσα σε κάτι
πουρναρότουφες, τέρμα-κάτω, σχεδόν, στην χαράδρα του βουνού Κούτρα-Ράχη, και
λέγεται Χράπα, στα χίλια πεντακόσια μέτρα βάθος. Από ψηλά, απ’ την