Από τον Βαγγέλη Β. Πουρνάρα,
ΑΝΑΠΛΑΘΟΝΤΑΣ ΜΝΗΜΕΣ
Το facebook, είναι ένας όμορφος, προσιτός, αποτελεσματικός και άμεσος τρόπος επικοινωνίας. Ο καθένας καταθέτει το «στίγμα» του, με τον τρόπο που επιλέγει ό ίδιος.
Εγώ επέλεξα τον ποιητικό. Θα μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί σας, με τον στοχαστικό και δυσνόητο: «στις χορδές μιας κιθάρας, μάτωσα τα δάχτυλά μου για να σε ξυπνήσω, όμως ο ύπνος, επέμενε στα δικαιώματά του και το τραγούδι μου, κρεμάστηκε στα κλαριά μιας λεύκας, για να αυτοκτονήσει!»(άβυσσος η ψυχή του ποιητή!)
Θα μπορούσα να γίνω πιο αιχμηρός και μυστήριος, με μια διαχρονική διαπίστωση: «είκοσι τέσσερις ώρες νύχτα και συ αλύχτα, κανείς δεν σ΄ακούει, κανείς. Συρματοπλέγματα στης σκέψης το δρόμο, αυτοί με το νόμο κι ας είναι απλοί δεκανείς. Δυο ξεροκόμματα για να κοιμάσαι, πάρτα και σκάσε, στις γρίλιες ανάσα καυτή. Είκοσι τέσσερις ώρες νύχτα, τα νύχια μπήχτα, αλλιώς δεν ξυπνάνε αυτοί!»
Θα μπορούσα, επίσης, να ήμουνα, τρυφερός, ερωτικός, ρομαντικός και ευαίσθητος: «την ώρα που τα χείλη μου, άγγιζαν τα δικά σου, μια συμφωνία κάνανε, με της καρδιάς τους χτύπους, να μην χτυπήσουνε ποτέ, ξένων χειλιών την πόρτα..»
Επέλεξα τελικά, στην παρούσα φάση, τον δρόμο των αναμνήσεων και της χαρμολύπης, με αφετηρία και προορισμό, την αγαπημένη Κρανιά: « Ριγούν τα φύλλα της καρδιάς, γίνονται οι χτύποι ντέφια, υγεία και καλή καρδιά, της μάνας γης αδέρφια!»
Συνειδητή επιλογή και υπεύθυνη. Και η χαρά μου είναι μεγάλη, γιατί στην επιλογή μου αυτή, βρίσκω ανταπόκριση και από πολλά νέα παιδιά της Κρανιάς, που βάζουν φτερά στη γνώση τους, καθώς επίσης και από φίλους που δεν έλκουν την καταγωγή τους από την Κρανιά, αλλά αγαπούν τον τόπο μας. Άλλωστε το «κοινό» μου, είναι καθαρά Κρανιώτικο, με ελάχιστες εξαιρέσεις προσώπων, που εκτιμώ βαθύτατα.
Στο ταξίδι μου αυτό, οι μνήμες αναπλάθονται. Αγαπημένα πρόσωπα, στου νου τη στράτα βγαίνουν. Πολλοί είναι εκείνοι που «έφυγαν» νωρίς.Στη μνήμη τους, ανάβω το κερί της θύμησης…
Είμαστε στη δεκαετία του 1960
Στέλνω ταξίδι τη ματιά, στου λογισμού τη στράτα,
να σας θυμίσω εποχές, γιομάτες από νιάτα,
τότε, που κάποιοι γύρω μας, κι άλλοι που «λείπουν» τώρα,
τη μπάλα, μόνο, σκέφτονταν, κάθε στιγμή και ώρα!
~ ~~~~
Σαν τα κοτόπουλα, στου Λιάπη την καρότσα,
άλλοι με πάνινα και άλλοι με γαλότσα,
φέρναμε γύρω τα χωριά, Δεσκάτη, Βαλανίδα,
τιμώντας την Κρανιώτικη, αθλητική σελίδα.
Εμείς, θυμάμαι, πιο μικροί, τ' άλλα παιδιά μεγάλα,
σουτάρανε και στη στιγμή, τους στήναμε τη μπάλα,
και η χαρά, μα το θεό, ακούμπαγε στ' αστέρια,
κάθε φορά που τη «θεά», γραπώναμε στα χέρια.
Μονάχοι, δίχως γήπεδο, στη "Λούτσα" και στ΄"Αλώνια",
με μπάλες από ύφασμα και σύρμα για κορδόνια,
να 'χουμε κι από πάνω μας, της «μάκους» τα βρισίδια,
γιατί «η «τόπα» έπισι κι τσάκσι τα κρουμμίδια!»
Βλέπαμε παίχτες με στολές κι ανοίγαμε το στόμα,
μα μία φάση μούμεινε και τη θυμάμαι ακόμα,
όταν ο «Γιούλας» έφερε, κείνες τις μπλε φανέλες
κι εμείς στην πόρτα του μπροστά, κολλήσαμε σαν βδέλλες.
Σταθμός στα ντόπια χρονικά, η προσφορά εκείνη,
με τη φανέλα αγκαλιά, ξαπλώναμε στην κλίνη,
κάνοντας όνειρα τρελά, σε γήπεδα μεγάλα
και στη βελέντζα χτύπαγε, αδιάκοπα η μπάλα!
Θυμάμαι τώρα τις στιγμές, επάνω στο «Λιμπάρι»,
εκεί που τ΄ απογεύματα, γινότανε παζάρι,
πρωί, λοιπόν, ακούστηκαν, ευχάριστα χαμπάρια,
ο Βασιλάκης ο Δαγκλής, ετοίμασε δοκάρια.
Λισγκάρια, νύχια και τσαπιά, η λάσπη ως το γόνα,
ύστερα, πάλι, βγάλσιμο μετά απ΄ τον αγώνα,
χαμός στ' αλήθεια, βρε παιδιά, και πρόσθετος ο κόπος,
μα τι να γίνει, έτρεχε, παντού ο ξυλοκόπος!
Θυμάμαι τότε ήτανε, μες στην ομάδα άσσος,
υπέροχος πραγματικά, ο Παπαθύμιος Τάσος.
Ο «Ζούλφος», ήτανε γνωστός του ποδοσφαίρου δέκτης,
προσέφερε σαν «ιατρός», πρόσφερε και σαν παίκτης!
Η περηφάνια διάχυτη και το μεράκι κάβα,
το πείσμα ατελείωτο, του Κώστα του «Πιτσιάβα».
Και ο Θανάσης έξοχος, ο φίλος μου Χαρίτος,
εγγύηση στο πόστο του, ο Χαραμής ο Χρήστος.
Ο «Παυσανίας» απ' τα χαφ, έφευγε σαν αέρας,
ανίκητος στη θέση του, ήτανε και ο «Σφαίρας».
Πίσω στο τέρμα, συναντώ, το Χρήστο το Μπατσίλα,
και τότε έκοβε μπαλιές και τώρα κόβει ξύλα!
Παίχτης γερός και τσαμπουκάς, ο Λάλος ο Θανάσης,
ο Ψυρροτάκης ήτανε, πάντα κοντά στις φάσεις.
Σ΄όλες τις θέσεις έπαιζε, ο Στέργιος ο Γκουνέλας,
η περηφάνια κέντημα, στην άκρη της φανέλας.
Τερματοφύλακας γερός, πάντα κοντά στις φάσεις,
ο Κοντοτάσιος ήτανε, ο φίλος μου Θανάσης.
Ο Παπαγιάννης ο Θωμάς, κι αυτός σ' όλα τα πόστα,
μαζί με τον υπέροχο, το Νίκο Λυκοκώστα.
Όμως στην τέχνη, βρε παιδιά, το λέω, μα την πίστη,
δεν έχω δει κανένανε, να ξεπερνά τον «Σκίστη!»
Στο Βαγγελάκο το Δαγκλή, θα κάνω μία στάση,
να σας θυμίσω πινελιές, απ' την τρανή του κλάση,
εξτρέμ ασυναγώνιστο και οι μπαλιές του «σφήνις»,
απ' τους καλύτερους τριπλέρ, της εποχής εκείνης!
Μαζί και ο εξαίρετος, Αλέξανδρος Λακμέτας,
σεμνός και δίχως να φορά, τη ΄΄φόρμα΄΄ της βεντέτας.
Τεχνίτης και ευέλικτος και στις μπαλιές μεγάλος
στο γήπεδο και στο φιλέ, ο Τάκης Καραμπάλιος!
Άπ΄ το στρατί της θύμησης ,στον Γιώργο Τζίκα πήγα,
χορού και άθλησης σκαρί, απ΄ τα παιδιά τα λίγα..
Στου «Κεραυνού» το σύνολο, ο Κωνσταντίνος Ψύρρας,
γνώστης καλός της κεφαλιάς, της τέχνης και της πείρας.
Επίσης τον ιδρώτα του, προσέφερε με δόσεις,
και της «Γκουλιάφινας» ο γιός, ο σούπερ Θεοδόσης.
Κι ο Αποστόλης ο Δαγκλής, κοσμούσε την ομάδα,
με τον Βασίλη τον Δαγκλή, υπέροχη δυάδα.
Η μάννα με συμπλήρωσε, γυαλίζοντας το βάζο
«νομίζω οτι έπαιζαν, κι ο Κώστας με το Λάζο!»
Ύστερα ακολούθησαν κι άλλα παιδιά καινούρια,
όλα με πάθος, με καρδιά, με δύναμη και φούρια.
Ο «Κούσος», ήταν διαλεχτό, του «ΚΕΡΑΥΝΟΥ» φιντάνι,
πείσματος, τέχνης, τσαγανού, υπέροχο χαρμάνι.
Μες στην ομάδα συναντώ, το Μπίντο το Βαγγέλη,
αριστερός.. στο πόδι του και οι μπαλιές του..μέλι!
Ο Νικολάκης ο Δαγκλής της άμυνας κολώνα,
και συνεχώς τα αίματα, να τρέχουν απ' το γόνα.
Δυναμικός και τσαμπουκάς ο Δημητράκης Θώμος,
όταν την μπάλα έπαιρνε, επικρατούσε τρόμος.
Και ο Βασίλης Δημουλάς, μέσα στα παλικάρια,
όταν τη μπάλα έχανε, «έπαιρνε» τα ποδάρια.
Ο Λυκοστράτης Φίλιππος, κεντούσε με τη μπάλα,
πιτσιρικάς, ευέλικτος, με δείγματα μεγάλα!
Ο Χρήστος Λιάπης, στόλισε και κείνος τις σελίδες,
αδυναμία του τρανή, «κλωτσιά στις καλαμίδες».
Δυναμικός στο πόστο του και ο Νικόλας Μπέος,
τους αντιπάλους τάπωνε και προκαλούσε δέος.
Ο «Καραγκούνης» ήτανε, μέσα στο τέρμα..ήρως,
με τον Βασίλη νοιώθαμε, ασφάλεια και κύρος!
Κι ο Χρήστος ο καρδάσης του, από μικρός στη μπάλα,
με πείσμα, αυταπάρνηση και όνειρα μεγάλα!
Γκολκήπερ, φύλακας καλός, κι ο Νίκος ο Γαλάνης,
παίχτης γερός με προσφορά, ο Στέλιος Κουτσογιάννης.
Από μικρός στο γήπεδο, εργάτης της φανέλας
και της «Γιωργίτσας» ο υιός, ο Κώστας ο Γκουνέλας.
Μαζί μ'αυτούς κι άλλα παιδιά, πολλά παιδιά, πληθώρα,
για το χωριό παλεύανε, κάθε στιγμή και ώρα,
γνώρισαν νίκες και χαρές, ήττες και πίκρες πάλι,
μα πάντοτε στη θύμηση, θα μένουνε μεγάλοι..
Επεξήγηση
«Καραγκούνης»:ΠουρνάραςΒασίλης,
«Μπέος»:Πουρνάρας Νίκος,
«Γκουλιάφας»:Μπουλούσης Θεοδόσης
«Κούσος»:Καλιακούδας Θανάσης,
«Μπίντος»:Πουρνάρας Βαγγέλης
«Σκίστης»:Παναγιώτου Νίκος,
«Σφαίρας»:Γκουνέλας Τάκης,
«Παυσανίας»:Πουρνάρας Θανάσης,
«Πιτσιάβας»:Παπαγιάννης Κώστας,
«Ζούλφος»:Μαστοροδήμος Γιώργος,
«Γιούλας»:Μπρουζιούτης Τάκης.
* Ευχαριστούμε θερμά τον Βαγγέλη Πουρνάρα. Οι νεότεροι μαθαίνουμε, οι παλαιότεροι θυμούνται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου