Το τραγούδι "το ματσιφτάρι" σε ποίηση και μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι γραμμένο στα κουδαρίτικα, την κωδικοποιημένη γλώσσα των μαστόρων την οποία χρησιμοποιούσαν οι μάστορες της Κρανιάς και άλλων περιοχών - με ομοιότητες και διαφορές - με σκοπό τα λεγόμενά τους να μην κατανοούνται από τους εργοδότες τους και όχι μόνο. Λέξεις και φράσεις των κουδαρίτικων πέρασαν στη συνέχεια στην καθημερινή χρήση της γλώσσας και έτσι ήταν πλέον κατανοητές από περισσότερους ντόπιους.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου επηρεασμένος σαφώς από τις κρανιώτικες ρίζες του πατέρα του -φορέα της τοπικής παράδοσης - έγραψε το παρακάτω ποίημα το οποίο και εν συνεχεία το μελοποίησε.
Ο Γιώργος Δημητρακόπουλος μάς απέστειλε την προσπάθεια έμμετρης μεταγραφής των στίχων του τραγουδιού - το οποίο παραθέτουμε μετά το ποίημα του Θανάση Παπακωνσταντίνου - από τον Κρανιώτη φιλόλογο Δημήτρη Θώμο.
Η παραπάνω φωτογραφία του θέματος είναι από τη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στην Κρανιά Ελασσόνας τον Μάρτιο του 2013. Εικονίζεται ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μαζί με τον κιθαρίστα, μελετητή και ερμηνευτή του ρεμπέτικου τραγουδιού Δημήτρη Μυστακίδη.
Χρήστος Γκουνέλας
Όσα σπυριά 'χει ου πλαλτός
όπου χουράει στη γκούμπζα
τόσο στο μάτσεμα εύκολος
πέρασα δεν ακούμπ' σα.
Πισπίλη είχα δύστροπου
που πάθινε λουμπάγκου
γιατί συνέχεια μάνιυα
γαβρί κι νταλαμάγκο.
Όμους μια γκρέντζω πουνιτ' κή
που τσιούλ' τσι τι τραβούσα
ξιχώθ' κι έναν καλόγιρου
στου κούφιου π' αγρυπνούσα.
«Λαγέ μ' να πεις στη μάνα σου
ν' ανάψει μια τζιαμάλου
να φτιάξει μια μιλαχρινή
ζιούμπινα δίχους άλλου
Μόνους να τη φχαριστηθείς
μόνους να τη μανέψεις
κι τ' άλλο γιόκα μ' του πρωί
σίγουρα θα ματσέψεις».
Κι όπως τα είπε γένηκαν
κι αφού 'γινα μουσκίδι
το βγαλα ένα μονάχο του
βαρύ σαν το μολύβι.
Απ' της χαράς τα κλάματα
με πήρανε κι οι γκντάμες
σαν το 'μαθε κι ου κούρκουλας
βαράει τις καμπάνες.
Λέφτερος πια ήμουν κι έμορφος
κι γρήγορα την πάτ' σα
γνώρισα κι παντρεύτηκα
μι' αγκίδα που 'χι τσιάτσια.
Ευθύς μετά τα στέφανα
καβάλτσαμε ντισέρι
κι πήγαμε όπως όλοι σας
ταξίδι σ' άλλα μέρη.
Σ' έν' απ' αυτά είχε θάλασσα
κι μι ήρθε να βουτήξω
μι το συντρόφι ρίχνομαι
τουν πάτο για ν' αγγίξου.
Γυαλίζου τσ' άλλους κι κουνώ
διγκράνια κι αγωγιάτες
μα ξάφνου νιώθου έν' άγγιγμα
πίσω κει δα στις πλάτες.
Μία φωνούλα μι καλεί
«Αφέντη μ', παλληκάρι μ' »
γυρνώ κι βλέπου 'λόιρα
να κλώθ' του ματσιφτάρι μ' .
Ακούστε το τραγούδι
Κάνοντας ¨Κλίκ" στην εικόνα
Ακολουθεί η έμμετρη μεταγραφή από τον Δημήτρη Θώμο
ΤΟ ΣΚΑΤΟ
Όσο εύκολο το μέτρημα
του τραχανά στο πιάτο
Τόσο κι εγώ το χέσιμο
το ‘χα πανάθεμά το
Ο κώλος μου είχε πάντοτε
προβλήματα μεγάλα
Αφού έτρωγα ανελλιπώς
μόνο τυρί και γάλα
Μα μια γριά πονόψυχη
που είδε τι τραβούσα
Ρίχτηκε μες στο σπίτι μου
την ώρα που αγρυπνούσα
Παιδί μου, πες στη μάνα σου
το φούρνο της ν’ ανάψει
Και δυο λαχανόπιτες
το στόμα σου να χάψει
Μόνος να τις φχαριστηθείς,
απάνω τους σαν πέσεις
Και τα’ άλλο, γιε μου, το πρωί
σίγουρα θε να χέσεις
Κι όπως το είπε έγινε –
στον ίδρωτα μουσκίδι
Μπόρεσα κι έβγαλα σκατό
ίδιο μ’ ένα βαρίδι
Κι απ’ τη χαρά μου τρέχανε
μύξες και δάκρυα αντάμα
Κι ο παπάς χαρμόσυνα
χτυπούσε τη καμπάνα
Σαν τον αϊτό φτερούγιζα,
μα η βροχή καθόρι
Βρήκα κι αρραβωνιάστηκα
κάποια πλουσιοκόρη
Νιόπαντροι, κι ανεβήκαμε
σε γάιδαρο καβάλα
Για ένα ταξίδι μέλιτος
μακριά σε μέρη άλλα
Σε κάποιο που ‘χε θάλασσα
θέλησα να βουτήξω
Και ρίχτηκα με το βρακί
τον πάτο της ν’ αγγίξω
Καθώς κι οι άλλοι κούναγα
και χέρια και ποδάρια
Μα ξάφνου κάποιος μ’ ακουμπάει
με νόημα στα πλατάρια
Αφέντη μου να σε χαρώ,
για ιδέ το προσωπό μου
Γυρνώ και βλέπω ολόγυρα
να κλώθει το σκατό μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου