Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Οι Κρανιώτικες (και όχι μόνο) εμπνεύσεις του Θανάση Παπακωνσταντίνου


Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Είναι γνωστό ότι  τόσο η μουσική όσο και η ποίηση του Θανάση Παπακωνσταντίνου έχουν πολλές φορές πάνω τους σημάδια της Ελληνικής Παράδοσης την οποία βεβαίως συναντάς ως επί το πλείστον, αν όχι μόνο, στην ελληνική επαρχία, και όχι στα αστικά κέντρα. Άλλωστε πάλι, είναι γνωστή η αγάπη του Θανάση για την ελληνική ύπαιθρο στην οποία ζει και από την οποία εμπνέεται.
Το χωριό μας, η Κρανιά, έχει αποτελέσει έμπνευση για τον Θανάση είτε μέσα από πρόσωπα είτε  μέσα από αντικείμενα. Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα τα έχει πάρει από την μάνα του η οποία κατάγεται από το διπλανό χωριό της Κρανιάς, το Λουτρό, και η ίδια είναι φορέας μιας αστείρευτης προφορικής δημοτικής παράδοσης της ευρύτερης περιοχής των Χασίων και η οποία μεταδόθηκε άμεσα στον γιό της.
Χαρακτηριστικό τραγούδι αυτής ακριβώς της επιρροής του Θανάση είναι το τραγούδι «οι  γριές». Το βαθύτερο νόημα του τραγουδιού έχει να κάνει με την παιδική ηλικία την οποία θυμούνται οι γιαγιάδες μέσα από το πρώτο μισό μέρος του τραγουδιού.






Μια άλλη έμπνευση για τον Θανάση ήταν ο τρόπος ζωής του πατέρα του στην Κρανιά Ελασσόνας, εκεί όπου γεννήθηκε ο κυρ- Αριστοτέλης και πέρασε τα παιδικά του χρόνια βοσκώντας γίδια στις γύρω βουνοκορφές, μέσα στη φύση. Όταν ο Θανάσης αποφάσισε να γράψει το τραγούδι, ο πατέρας του ζούσε πλέον μόνιμα στον Τύρναβο δουλεύοντας σε μια άλλη δουλειά, η οποία του έδινε και τον χρόνο να…εγκλωβιστεί στην τηλεόραση του σαλονιού του.
Κάπως έτσι λοιπόν γράφτηκε «ο Πεχλιβάνης» με έμμεσες αλλά σαφείς αναφορές στην Κρανιά («…κράνα για σκουλαρίκια…» κ.ά.)  ως προηγούμενο τόπο ζωής του πατέρα του συνδεδεμένο με τη φύση.



Στην Κρανιά Ελασσόνας ζούσαν μέχρι να φύγουν για το μεγάλο ταξίδι της αιωνιότητας ο παππούς και η γιαγιά του Θανάση. Το σπίτι τους ήταν στα «Διβραμάδικα». Υπάρχει ακόμη σήμερα. Η πόρτα της αυλής ήταν - και είναι - μια μεγάλη ξύλινη παραδοσιακή πόρτα με το περίφημο μάνταλο. Αυτό ακριβώς το μάνταλο έγινε η αφορμή για να γράψει ο Θανάσης το τραγούδι «οι καλογέροι». Ήταν λοιπόν μια χειμωνιάτικη μέρα με πολύ χιόνι όταν ο Θανάσης επισκέφτηκε το σπίτι των παππούδων του. Τους επισκεπτόταν όποτε μπορούσε. Αυτή όμως η χειμωνιάτικη μέρα  και η δυσκολία να ανοίξει, λόγω χιονιού, η μεγάλη ξύλινη πόρτα με το μάνταλο ήταν αρκετή για να μας παραδώσει ο Θανάσης το παρακάτω αριστούργημα:





Ξύλινες παραδοσιακές αυλόπορτες στην Κρανιά Ελασσόνας
(Φωτογραφία: Γιώργος  Ι. Μπαλής)


Μια άλλη έμπνευση για τον Θανάση στάθηκε η γιορτή του Κλύδωνα. Τα κορίτσια χόρευαν τ’ Αι Γιαννιού (24 Ιουνίου) και μετά, το βράδυ, κάτω από το μαξιλάρι τους έβαζαν κορόμηλα ή λουλούδια για να ονειρευτούν αυτόν που θα ερωτευτούν. Έτσι προέκυψε το τραγούδι «κάτω απ’ το μαξιλάρι».



Ο λήσταρχος Θώμας Γκαντάρας και η περίφημη φωτογράφισή του που έγινε στα βουνά των Χασίων αποτέλεσε μια άλλη πηγή μουσικής, αυτή τη φορά, έμπνευσης για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Η ποίηση του τραγουδιού "Α.Μάνθος" ανήκει στον μακαρίτη μαθηματικό και ποιητή από την όμορη Δεσκάτη Γρεβενών, τον Χρήστο τον Μπράβο. Ο ξακουστός λήσταρχος Γκαντάρας από την Άκρη Ελασσόνας διαισθανόμενος το τέλος του αποφασίζει να φωτογραφηθεί μόνος, άλλα και με την συμμορία του: τον πρώτο εξάδελφό του, Λευτέρη Πλάτανο, από την Άκρη Ελασσόνας και τους αδερφούς Παπαγεωργίου από το όμορο χωριό του Λουτρού Ελασσόνας. Τη φωτογράφιση την έκανε ο φωτογράφος Θανάσης Μάνθος από τα Τρίκαλα («Α.Μάνθος»). «Όπου, στα 1923, ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί…».



Δείτε την βραβευμένη ταινία μικρού μήκους για την φωτογράφηση του λήσταρχου Γκαντάρα
Μουσική: Θ. Παπακωνσταντίνου


Το λεξιλόγιο της Κρανιώτικης ντοπιολαλιάς έχει και αυτό την τιμητική του στις δημιουργίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το τραγούδι με τον τίτλο "το ματσιφτάρι". Πρόκειται για λέξη παρμένη από τα "κουδαρίτικα" ή "μαστορκά", κωδικοποιημένη γλώσσα των μαστόρων, η οποία ομιλούνταν από πολλούς Κρανιώτες μαστόρους. Με τον καιρό πολλές λέξεις ή φράσεις των κουδαρίτικων πέρασαν και αφομοιώθηκαν από την Κρανιώτικη ντοπιολαλιά.



Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε από αυτή την σύντομη αναφορά μας στις εμπνεύσεις του Θανάση, τόσο από την Κρανιά όσο και από την ευρύτερη περιοχή της Ελασσόνας, την «Ανδρομέδα». Το τραγούδι που συνδέει σ’ ένα υπερκόσμιο ταξίδι της ψυχής και του νου τα άστρα με την…Μελούνα (βουνό στα νοτιοανατολικά της Ελασσόνας πηγαίνοντας για Λάρισα).



Μέσα από τα τραγούδια του ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου αναδυόμενος από το συλλογικό ασυνείδητο έρχεται  επιπλέον σε πολλά από αυτά ως άξιος συνεχιστής της λαϊκής και δημοτικής μας παράδοσης την οποία αφομοιώνει δημιουργικά και την πάει ένα βήμα παρά πέρα. Η ζωή, η παιδική ηλικία, η ψυχή του ανθρώπου και του κόσμου, η φύση, και ειδικά ο θάνατος (τα μισά σχεδόν τραγούδια του τον θυμούνται) ξεδιπλώνονται στιχουργικά και μελωδικά μέσα από τις δημιουργίες του Θανάση. Κατά την γνώμη μου είναι ένας φιλόσοφος - τραγουδοποιός. Έτσι τον χαρακτήρισα κάποτε και μου απάντησε με ένα χαμόγελο αμηχανίας. Αυτός είναι ο Θανάσης. Και όσο περνούν τα χρόνια τόσο θα αναγνωρίζεται το έργο του όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί ποιητικά και μουσικά κατόρθωσε να αγγίξει ένα μέρος της αβύσσου της ανθρώπινης ψυχής απροσπέλαστο στα επιφανειακά βλέμματα. Και δεν είναι λίγο αυτό!

Χρήστος Γκουνέλας
Θεολόγος - Μουσικολόγος
Ραδιοφωνικός παραγωγός

3 σχόλια:

  1. Μπράβο, Χρήστο...
    Πολύ καλή η προσέγγιση-ανάλυσή σου στη "στιχουργία" του Θανάση...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια προσπάθεια έμμετρης μετεγγραφής από τον Κρανιώτη φιλόλογο Δημήτρη Θώμο για το τραγούδι: Το ματσιφτάρι.

    ΤΟ ΣΚΑΤΟ

    Όσο εύκολο το μέτρημα
    του τραχανά στο πιάτο
    Τόσο κι εγώ το χέσιμο
    το ‘χα πανάθεμά το

    Ο κώλος μου είχε πάντοτε
    προβλήματα μεγάλα
    Αφού έτρωγα ανελλιπώς
    μόνο τυρί και γάλα

    Μα μια γριά πονόψυχη
    που είδε τι τραβούσα
    Ρίχτηκε μες στο σπίτι μου
    την ώρα που αγρυπνούσα

    Παιδί μου, πες στη μάνα σου
    το φούρνο της ν’ ανάψει
    Και δυο λαχανόπιτες
    το στόμα σου να χάψει

    Μόνος να τις φχαριστηθείς,
    απάνω τους σαν πέσεις
    Και τα’ άλλο, γιε μου, το πρωί
    σίγουρα θε να χέσεις

    Κι όπως το είπε έγινε –
    στον ίδρωτα μουσκίδι
    Μπόρεσα κι έβγαλα σκατό
    ίδιο μ’ ένα βαρίδι

    Κι απ’ τη χαρά μου τρέχανε
    μύξες και δάκρυα αντάμα
    Κι ο παπάς χαρμόσυνα
    χτυπούσε τη καμπάνα

    Σαν τον αϊτό φτερούγιζα,
    μα η βροχή καθόρι
    Βρήκα κι αρραβωνιάστηκα
    κάποια πλουσιοκόρη

    Νιόπαντροι, κι ανεβήκαμε
    σε γάιδαρο καβάλα
    Για ένα ταξίδι μέλιτος
    μακριά σε μέρη άλλα

    Σε κάποιο που ‘χε θάλασσα
    θέλησα να βουτήξω
    Και ρίχτηκα με το βρακί
    τον πάτο της ν’ αγγίξω

    Καθώς κι οι άλλοι κούναγα
    και χέρια και ποδάρια
    Μα ξάφνου κάποιος μ’ ακουμπάει
    με νόημα στα πλατάρια

    Αφέντη μου να σε χαρώ,
    για ιδέ το προσωπό μου
    Γυρνώ και βλέπω ολόγυρα
    να κλώθει το σκατό μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή