Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Η Θεολογία σε διάλογο με την Πολιτική και την Αναρχία

 


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρήστου Γκουνέλα "Μεταξύ Ιστορίας και Εσχάτων", Εκδόσεις Επέκταση, 2019.

...Στη μετανεωτερική εποχή (και παλιότερα ασφαλώς, η εξουσία και ο πλούτος ήταν συνυφασμένα με την πολιτική, απλά τώρα είναι ολοφάνερο, σε εντονότερο βαθμό και ολιστικά), η πολιτική λειτουργεί, πλέον, με οικονομικούς και στενά λογιστικούς όρους. Αυτό που ενδιαφέρει, κυρίως, την πολιτική και τους ανθρώπους που την ασκούν, είναι η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία πλούτου, ούτε καν όμως για τους πολλούς (πόσο μάλλον για όλους), αλλά για συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις. Ο τρόπος λειτουργίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και οι ίδιοι οι νόμοι που ψηφίζονται από την εκτελεστική εξουσία είναι προσανατολισμένοι στη στήριξη της αύξησης των κερδών ενός «απρόσωπου» πολλές φορές συστήματος αγορών. Η πολιτική, από την διακηρυσσόμενη ανθρώπινη αυτονομία της, στην πράξη πέρασε πλέον στην ετερονομία της θεοποιημένης οικονομικής ανάπτυξης και της κατ’ επέκταση άσκησης πολιτικής μέσω οικονομικών παραγόντων και υπερδυνάμεων. Νομίζουμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιότυπη μεταπολιτική παγκόσμια κατάσταση κατά την οποία οι έννοιες τη δημοκρατίας, της ειρήνης και της ελευθερίας χρησιμοποιούνται από επίσημα πολιτικά χείλη ως άλλοθι για τη νομιμοποίηση πολλές φορές της βίας, των πολέμων, της φτώχειας και για τη δημιουργία, επίσης, ενός κλίματος άκρατου φόβου. Ενώ, παράλληλα, η απουσία σοβαρού πολιτικού λόγου και πράξης, τα κάθε είδους επικοινωνιακά τεχνάσματα και η διασύνδεση των πολιτικών με οικονομικά συμφέροντα, έχουν καταστήσει την πολιτική αφερέγγυα απέναντι στους λαούς. Η καχυποψία των πολιτών και η αδιαφορία για τα κοινά[1] - ειδικά δε των νέων - έρχεται να συμπληρώσει τη ζοφερή εικόνα της πολιτικής και της κοινωνίας. Με αυτούς τους όρους είναι αδύνατον, νομίζουμε, η πολιτική να υπηρετήσει τον άνθρωπο, ειδικά μάλιστα με την έννοια της διακονίας, όπως τη δίδαξε ο Ίδιος ο Χριστός πλένοντας τα πόδια των μαθητών[2]. Από την άλλη πλευρά, όμως, διαβλέπουμε και την αδυναμία της Εκκλησίας να μεταμορφώσει τον Κόσμο, όταν συμβαίνει αυτή να κρίνει και να διακρίνει τον Κόσμο δικανικά και - ενίοτε - εξουσιαστικά «για λογαριασμό δικό της και όχι του αναληφθέντος Χριστού, ο οποίος έρχεται από τα Έσχατα»[3]...

...Το πρόβλημα στη σχέση μεταξύ Πολιτικής και Ορθοδοξίας γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο και γι’ αυτό δυσεπίλυτο όταν η Εκκλησία μετέρχεται τρόπους του «Καίσαρα», τους οποίους μάλιστα, ίσως, θεωρεί και ως εναρμονιζόμενους με τη φύση της. Όλο και πιο συχνά βλέπουμε, πλέον, εκκλησιαστικούς ηγέτες να μιλούν για οικονομική ανάπτυξη και επενδύσεις στον χώρο της Εκκλησίας χάριν της φιλανθρωπίας (μήπως, τελικά, σκοπός δεν είναι μόνο η άσκηση της φιλανθρωπίας, αλλά και η συγκέντρωση ισχύος;). Λησμονείται, ωστόσο, ο προφητικός λόγος που επιτάσσει δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων[4] και όχι προσφορά - δίκην φιλανθρωπίας - του ελάχιστου μέρους του περισσεύματος των πλουσίων για τους φτωχούς. Δυστυχώς, ο καθωσπρεπισμός και η υποκρισία έχουν εισχωρήσει τόσο στην πολιτική όσο και στη διοίκηση της Εκκλησίας και το βλέπουμε καθημερινά, στην πράξη, το πόσο δύσκολο είναι να εμπνεύσουν (ενν. η Εκκλησία και η Πολιτική), κάτω από αυτούς τους όρους, τους λαούς.

Η Εκκλησία (πρώτα η διοίκηση της και εν συνεχεία τα άλλα μέλη της) νομίζουμε πως βιώνει, εν πολλοίς, έναν διπλό σχιζοειδή εγκλωβισμό: το απόκοσμο του λόγου της και το εκκοσμικευμένο της πράξης της. Και αν για την πολιτική θεωρείται φυσιολογικό, ως κοσμική μεταπτωτική δύναμη, να μετατρέπεται σε εξουσία, ωστόσο, για την Εκκλησία η μετατροπή της από θυσία εντός του Κόσμου, σε εξουσία επί του Κόσμου, συνιστά ευθέως παραχάραξη της πίστης της[5]. Άλλωστε, ο αληθινός χριστιανός, ο αφτιασίδωτος, δεν μπορεί παρά να μοιάζει μωρός για τον Κόσμο αυτόν και τη σύγχρονη ή διαχρονική λογιστική λογική του. Όπως, μωρός έμοιαζε ο ιδρυτής της Εκκλησίας[6], οι απόστολοι και οι άγιοί Του[7], οι οποίοι ξεχύθηκαν και ξεχύνονται στους δρόμους, ουτοπιστές, για να μεταμορφώσουν αυτόν τον Κόσμο εδώ και τώρα...

...Συνεπώς, η θέση της Εκκλησίας στη μετανεωτερική κοινωνία δεν μπορεί να είναι πουθενά αλλού, παρά μόνο στον δημόσιο χώρο. Ούτε εγκλωβισμένη σε εξουσιαστικές πρακτικές, αλλά ούτε ασφαλώς, από την άλλη πλευρά, εξοβελισμένη στον ιδιωτικό χώρο του κάθε πιστού[8]. Η πίστη, άλλωστε, είναι απαύγασμα ελευθερίας και όταν είναι αληθινή ελευθερώνει πραγματικά την Εκκλησία και κάθε μέλος της Προσωπικά. Μάλιστα, ο τρόπος λειτουργίας του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος αποτελεί μια πρόκληση ελευθερίας για την Εκκλησία για να φανερώσει τον «άλλο» δρόμο, τον οποίο μπορούν και είναι ανάγκη να ζήσουν οι άνθρωποι. Με την προϋπόθεση βεβαίως να ζει - το κατά δύναμιν - πρώτα η ίδια η Εκκλησία τη μαρτυρία την οποία κομίζει μέσα στον Κόσμο και την Ιστορία...

...Αξίζει εδώ να επισημάνουμε πως ειδικά τα τελευταία χρόνια - σε ό,τι αφορά την Ορθοδοξία παγκόσμια - γινόμαστε μάρτυρες της συμπλοκής ή σύμπλευσης ορισμένων Εκκλησιών με τις γεωπολιτικές επιδιώξεις κρατών ή εθνών. Σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε την τοπική Εκκλησία να μετέρχεται η ίδια πολιτικούς τρόπους (με εκκλησιαστικό, εκκλησιακό ή εκκλησιολογικό ένδυμα) ή να δέχεται (ή να ανέχεται) να χρησιμοποιείται από την πολιτική των κρατών-εθνών με σκοπό τις διάφορες πολιτικές ή εκκλησιαστικές (οι οποίες ενίοτε κρύβουν και πολιτικές) διεκδικήσεις ή την οικοδόμηση ζωνών επιρροής. Όλη αυτή τη στάση και συμπεριφορά των Εκκλησιών, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, και η οποία γενικά δεν είναι άγνωστη - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - στην ιστορία (Βυζάντιο, Σταυροφορίες κλπ), θα τη δηλώναμε ξεκάθαρα με τον όρο της Εκκλησιογεωπολιτικής. Και μπορεί μεν οι Εκκλησίες ειδικά αυτές που ασκούν εκκλησιογεωπολιτική να μην το δέχονται ότι μετέρχονται ένα τέτοιο είδος πολιτικής, ωστόσο όμως, δυστυχώς, και η ίδια η πρόσφατη ιστορία αποδεικνύει το αντίθετο[9]. Ο τρόπος της πολιτικής, όπως φαίνεται, τίθεται σε προτεραιότητα, για κάποιες Εκκλησίες, από τον εκκλησιαστικό τρόπο της αγάπης και της συμπόρευσης μέσα στην Ιστορία και τον Κόσμο...

...Επιπλέον, οι σύγχρονες ιστορικές προκλήσεις για την Εκκλησία (εκτός από τις εσωτερικές - ενδοεκκλησιαστικές) είναι και πολλές και ποικίλες (έξαρση του θρησκευτικού φανατισμού και της βίας εξαιτίας αυτού, άνοδος του νεοναζισμού και του εθνικισμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ειδωλική χρήση της τεχνολογίας, ανεργία, φτώχεια, πόλεμοι, ξεριζωμοί ανθρώπων από τις εστίες τους, έλλειψη Παιδείας και ίσων ευκαιριών στη μάθηση, οικολογικά θέματα, προβλήματα βιοηθικής και πολλά άλλα ακόμη θέματα τα οποία η παγκόσμια και τοπική πολιτική δεν επαρκεί για να τα επιλύσει ή αντίθετα πολλά από αυτά τα δημιουργεί η ίδια). Και είναι ανάγκη (ενν. η Εκκλησία) να επιδείξει την απαιτούμενη γενναιότητα, τόσο απέναντι στο πλήρωμά της, όσο και έναντι της ιστορικής και μυστηριακής αποστολής της μέσα στον Κόσμο. Η Εκκλησία δεν έχει να χάσει τίποτε από έναν ενδεχόμενο απεγκλωβισμό της από την Ιστορία (χωρίς όμως να μετατραπεί σε απόκοσμη). Άλλωστε, η προίκα της και η ταυτότητά της είναι ο εκούσιος Σταυρός της, ενώ ελπίδα και πίστη της, η Ανάσταση[10].

 

Η θεολογία σε διάλογο με την αναρχία

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια απαντητική επιστολή την οποία απέστειλε ο Παναγιώτης Νέλλας στους αναρχικούς, οι οποίοι του ζήτησαν να σχολιάσει τη σχέση του αναρχισμού με τον Νικόλαο Καβάσιλα και τη βυζαντινή τέχνη, καθώς και ένα απόσπασμα του Clark[11]. Νομίζουμε πως οι αναρχικοί επέλεξαν τον θεολόγο μας για να στείλουν την επιστολή τους, διότι ο Παναγιώτης Νέλλας ασχολήθηκε διεξοδικά με το πρόσωπο και το έργο του Νικολάου Καβάσιλα, αλλά και επιπλέον διότι είχε αποκτήσει ήδη τη φήμη του ανοιχτά σκεπτόμενου θεολόγου (ειδικά μέσα από τις σελίδες της Σύναξης). Η άνεση που διαλέγεται μαζί τους ο Παναγιώτης Νέλλας δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από τον αναγνώστη της επιστολής και πολύ πιθανόν, αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος[12] να υπήρχε και συνέχεια αυτού του ενδιαφέροντος διαλόγου. Κλείνει μάλιστα την επιστολή του εκφράζοντας την επιθυμία του να τα πούνε και από κοντά, αλλά και συνάμα τη σιγουριά πως ο ίδιος θα είχε να κερδίσει πολλά από μια τέτοια συνάντηση[13].

Ο Παναγιώτης Νέλλας ήδη από την αρχή της επιστολής του ξεκαθαρίζει πως για διαφόρους λόγους δεν δύναται να σχολιάσει αυτά που του ζητούνται[14]. Ωστόσο, σημειώνει πως μέσω της επιστολής διαβλέπει την προσπάθεια και τον πόνο χιλιάδων σύγχρονων νέων, οι οποίοι σφαδάζουν κάτω από τα ασφυκτικά πλαίσια μιας ανελεύθερης κοινωνίας[15]. Παράλληλα, κάνει νύξη στη φράση του Καβάσιλα πως αν από τον άνθρωπο αφαιρεθεί το αυτεξούσιο τότε χάνεται και ο άνθρωπος.

Για τον «χώρο του αναρχισμού» ο Παναγιώτης Νέλλας ομολογεί πως δεν γνωρίζει αρκετά πράγματα. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, η φωνή του αναρχισμού φτάνει στον ίδιο, όπως και στην πλειονότητα του λαού μέσα από βίαιες ενέργειες. Έτσι, δημιουργείται, όπως λέει, μια θεμελιακή αντίφαση για το πώς είναι δυνατόν η ελευθερία να ενεργεί με βία[16]. Προχωράει στη συνέχεια διατυπώνοντας τη θετική του κριτική πρόταση ότι η ελευθερία πραγματώνεται μέσα στην αγάπη, αφού όταν αγαπήσει κάποιος οτιδήποτε, τότε γίνεται χώρος δικός του, χώρος ελεύθερος, ελευθερία[17].

Συνεχίζοντας, ο θεολόγος μας, κάνει τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ απελευθέρωσης και ελευθερίας. Η απελευθέρωση ή η ανεξαρτησία ανήκουν στις πραγματικότητες του Κόσμου τούτου. Η ελευθερία όμως δεν ανήκει στις εξουσιαστικές δομές της επίγειας πραγματικότητας. Εδώ, ακριβώς, μάλιστα, ο Παναγιώτης Νέλλας αναγνωρίζει τη γνήσια δίψα για ελευθερία των αναρχικών, η οποία όμως δεν μπορεί να θεραπευτεί μέσα από την (και στην) κτιστότητά της. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του Παναγιώτη Νέλλα, ο οποίος τονίζει πως και να πετύχει η ελευθερία, την οποία επιθυμούν οι αναρχικοί, από τη στιγμή που αυτή θα γίνει κατάσταση, τότε αυτομάτως αίρεται[18]. Ωστόσο, νομίζουμε πως, με τον ίδιο κίνδυνο, αυτόν της εξουσιαστικής πολυποίκιλης νέκρωσης δηλαδή, παλεύει και η Εκκλησία διαχρονικά και πολλές φορές δείχνει, δυστυχώς, να νικιέται και να σταυρώνει η ίδια, ως παγιωμένη κατάσταση, τραγικά, τον Άναρχο δημιουργό της.

Ένας, επιπλέον λόγος, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Νέλλα, που δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι απόλυτα ελεύθερος είναι διότι δεν είναι άναρχος. Δεν είναι ο ίδιος αιτία της ύπαρξής του, αλλά αυτή είναι δώρο του πραγματικά Άναρχου. Ο Χριστός μάλιστα ήρθε στον κόσμο για να προσφέρει, πιστεύουμε, αυτήν τη δική Του Αναρχία, χαριστικά, στον άνθρωπο. Είναι εντυπωσιακή πραγματικά η φράση του Παναγιώτη Νέλλα πως ο Χριστός δεν ήταν (δεν είναι) ένας ακόμη κοινωνικός αναμορφωτής, αλλά ο οντολογικά Άναρχος, που δυναμιτίζει την καλοστεκούμενη κοινωνία μας. Είναι Αυτός, ο οποίος τελικά, κατά τον Παναγιώτη Νέλλα, μπορεί να αποτελεί τη μύχια αναζήτηση κάθε αναρχικού[19]. Μήπως Ανήθικος και Αναρχικός δεν ήταν ο Χριστός για την ηθική της εποχής του, αλλά και διαχρονικά; Ως Ανήθικος και Αναρχικός δεν σταυρώθηκε;

Οι θεολογικές και εξάπαντος οντολογικές προτάσεις του Παναγιώτη Νέλλα για τους αναρχικούς είναι, νομίζουμε, πραγματικά συγκλονιστικές. Η πρόσληψη της αναρχίας από τη θεολογία του Παναγιώτη Νέλλα - ο οποίος δεν παραλείπει να εξάρει τη ρωμαλεότητά των αναρχικών - και η προσπάθεια εγκεντρισμού της στην Αναρχία του Χριστού τη φέρνει από το «περιθώριο του Κόσμου» στο κέντρο της ζωής του Χριστού[20]. Η Εκκλησία, άλλωστε, διαχρονικά έχει να επιδείξει τα παραδείγματα των δικών της «αναρχικών», των «δια Χριστόν σαλών», οι οποίοι κατά το πρότυπο του Χριστού, ξεπερνώντας πολλές φορές τα ηθικά όρια του νόμου, του καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας, ανοίγονται στην απόλυτη ελευθερία της Χάρης, την «ανήθικη» (και ανήθικη, χωρίς εισαγωγικά) ηθική της Χριστονομίας.

 



[1] Αξίζει, εδώ, να σημειώσουμε πως, πέρα από την αδιαφορία για τα κοινά, από μεγάλη μερίδα των πολιτών, ο σύγχρονος τρόπος λειτουργίας του πολιτικού συστήματος καθιστά εξαιρετικά δύσκολη, έως και απαγορευτική, την ενασχόληση με την πολιτική νέων ανθρώπων ή γενικά πολιτών, οι οποίοι στερούνται οικονομικής άνεσης ή στήριξης από οικονομικά συμφέροντα με τη μορφή χορηγίας και ενίοτε, ασφαλώς, με το αζημίωτο.

[2] Ιω 13, 4 – 15.

[3]Κωνσταντίνος Αγόρας, «Χριστός και άνθρωπος στη σύγχρονη Νεωτερικότητα», στο Κωνσταντίνος Αγόρας, κ.ά., Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας, τ. Α΄, Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας (Πάτρα: ΕΑΠ, 2002): 142.

[4] Ησ 26, 9.

[5] «Το περιεχόμενο του μυστηρίου (ενν. της χειροτονίας) είναι το γεγονός μέσα από το οποίο ο ίδιος ο Χριστός παίρνει έναν πιστό από την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία του δίνει την εντολή να υπηρετεί τους υπόλοιπους πιστούς και ταυτόχρονα τη δυνατότητα (και η δυνατότητα δε συγχέεται με την εξουσία) να τους μεταδίδει τη χάρη Του, με τα μυστήρια και με το λόγο», Παναγιώτης Νέλλας, «Επισκοπική συλλογικότητα: Ένα καινούργιο πρόβλημα;», Σύναξη 80 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2001): 54 – 64.

[6] Μκ 3, 21.

[7] Α΄ Κορ 1, 27.

[8] Έχει αποδειχθεί ιστορικά, πως ο εκούσιος εγκλωβισμός της Εκκλησίας στις ιστορικές δομές παραλύει τη μεταμορφωτική της δύναμη, ενώ, αντίθετα, πολλές φορές η απαγόρευση της πίστης, ως έκνομης (και κινείται όντως «εκτός» του νόμου), γιγάντωσε την ίδια την πίστη μέσα από τη μαρτυρία και το μαρτύριο. Διαχρονικό παράδειγμα αποτελούν οι χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, οι οποίες στα χρόνια του κομμουνισμού ήταν μαρτυρικές εκκλησίες, ενώ σήμερα το μαρτύριο έχει δώσει τη θέση του στην εκκλησιαστική διπλωματία και την άσκηση ενίοτε εκκλησιαστικής ή και πολιτικής επιρροής μέσω του Σώματος της Εκκλησίας και σαφώς ερήμην του. Και ασφαλώς δεν εννοούμε να επιδιώκει το μαρτύριο η Εκκλησία, αλλά από την άλλη να μην το φοβάται κιόλας (όπως, πολλές φορές, βλέπουμε να συμβαίνει), διότι αυτή είναι η μαρτυρία της στον σύγχρονο κόσμο: το σταυροαναστάσιμο μαρτύριο.

[9] Για παράδειγμα, η μη προσέλευση Εκκλησιών στη Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης (Ιούνιος 2016), γεγονός στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, νομίζουμε πως είναι μια ενέργεια (και αποτέλεσμα) εκ μέρους αυτών των Εκκλησιών, η οποία (ενέργεια) δύναται να ενταχθεί στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της άσκησης εκκλησιογεωπολιτικής. Επιπλέον, στο θέμα που προέκυψε με την παραχώρηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία (Ορθόδοξη Εκκλησία - Πατριαρχείο Κιέβου), είναι χαρακτηριστικό πως η Ρωσική Εκκλησία χρησιμοποίησε, αρχικά, τη διακοπή μνημόνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχη ως μέτρο άσκησης πίεσης για να πετύχει αυτό που επεδίωκε: τη μη παραχώρηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι όπως υποστήριζε (και υποστηρίζει) πρόκειται για έδαφος που ανήκει στη δικαιοδοσία της. Και όταν τελικά παραχωρήθηκε (9-11 Οκτωβρίου 2018) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το αυτοκέφαλο στην Ουκρανική Εκκλησία, η Ρωσική Εκκλησία προχώρησε αμέσως (15 Οκτωβρίου 2018) στην πλήρη διακοπή της Κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. (Πρόκειται για τη δεύτερη διακοπή Κοινωνίας μεταξύ Πατριαρχείων, αφού ήδη βρίσκεται σε ισχύ η διακοπή Κοινωνίας του Πατριαρχείου της Αντιοχείας με αυτό των Ιεροσολύμων, λόγω της κοινής τους διεκδίκησης της περιοχής του Κατάρ). Ωστόσο, και η αυτοκεφαλία, αν και παραχωρείται από τη μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο (πολλές φορές στα νεότερα χρόνια προ τετελεσμένων πραξικοπηματικών γεγονότων, όπως συνέβη με το ελληνικό αυτοκέφαλο, ή άλλων πολιτικών γεγονότων), αυτή (η αυτοκεφαλία) δημιουργεί, συνήθως, διάφορα εκκλησιολογικά προβλήματα στη συνέχεια. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο διότι καταργείται, εμμέσως πλην σαφώς, ο όρος και το γεγονός της τοπικής Εκκλησίας, συνδεόμενο, τελικά, το αυτοκέφαλο με το κράτος - έθνος στο οποίο δίνεται. Ακόμη και όρος «αυτοκέφαλο/η» δημιουργεί αντίφαση, όταν χαρακτηρίζει μια τοπική Εκκλησία, η οποία (θα πρέπει να) έχει ως μοναδική κεφαλή τον Χριστό. Η αυτοκεφαλία, λοιπόν, είναι δυνατόν να επιτάσσεται από τις εκάστοτε σύγχρονες πολιτικές συνθήκες [«τά ἐκκλησιαστικά εἴωθε τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλεσθαι» (Βάσει του 17ου Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Άλλωστε, δεν είναι άγνωστη αυτή η παράδοση στην Εκκλησία λ.χ  η περίπτωση της χορήγησης  αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Κύπρου (Γ΄ Οικουμεν. Συν. 431)]. Όταν όμως, στα νεότερα χρόνια, δίνεται «ανεξαρτησία» στην τοπική Εκκλησία, παράλληλα αντιστοιχείται, εκ των πραγμάτων, αυτή και με τη συγκεκριμένη Πολιτεία και το συγκεκριμένο έθνος, αλλά και με τη δική τους ανεξαρτησία («ανεξαρτητοποίηση» και κατ’ επέκταση εθνικοποίηση και κρατικοποίηση της Εκκλησίας, στοιχεία που οδηγούν και στην περαιτέρω εξουσιοποίηση της διοίκησής της). Γίνεται, έτσι, η Εκκλησία ένας ακόμη πολιτειακός (εργαλειακός θα λέγαμε) θεσμός, παράλληλος ή συμπλεκόμενος με το Κράτος, γεγονός που ισοδυναμεί, θεωρούμε, με εκκλησιολογική εκτροπή και με ό,τι συνεπάγεται αυτό στη σχέση της με τον Κόσμο και την Ιστορία.  Πρόκειται για ένα λεπτό, δυσεπίλυτο και πολύπλοκο θέμα με το οποίο θα πρέπει, ίσως, σύμπασα η Ορθόδοξη Εκκλησία να ασχοληθεί συνοδικά και σε βάθος. Όταν οριζόταν πως τα εκκλησιαστικά «είθισται» (που σημαίνει, πάλι, όχι πάντα) να συμμεταβάλλονται με τα πολιτικά, καθώς επίσης και όταν δόθηκε το αυτοκέφαλο της Κύπρου, δεν υπήρχε τότε στη σκέψη των Πατέρων η μετέπειτα δημιουργία εθνικών κρατών, η εγκόλπωση εκ μέρους τους της Εκκλησίας και όλα τα παρεπόμενα. Ίσως, λοιπόν, θα πρέπει να αναζητηθούν νέοι τρόποι διοίκησης της Εκκλησίας και των τοπικών Εκκλησιών (για παράδειγμα, να μην ακολουθούν αυτές τα όρια των εθνών-κρατών - η οικονομία μια επίγεια πραγματικότητα, ήδη το κάνει) λαμβάνοντας υπόψη τα σύγχρονα ιστορικά δεδομένα, αλλά και πρώτα από όλα την ίδια τη θυσιαστική εκκλησιολογία της. Διαφορετικά, αν δεν γίνει αυτό, καθίσταται άμεση ανάγκη οι Εκκλησίες να συμπεριφέρονται ως Εκκλησίες Χριστού («Μεμέρισται ο Χριστός;») πάνω από τις οποιεσδήποτε διαιρέσεις της πολιτικής και της ιστορίας. Βλ. σχετικώς Κωνσταντίνος Αγόρας, Ο Χριστός και η πολύμορφη εικόνα Του (Αθήνα: Αρμός, 2018), 33 – 104. Το αυτοκέφαλο, ίσως να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, πως λαμβάνει (και όντως τα λαμβάνει) υπόψη τα σύγχρονα ιστορικά δεδομένα (εθνικά κράτη) δημιουργεί, όμως, παράλληλα, ποικίλα εκκλησιολογικά προβλήματα (λόγω των ίδιων των ιστορικών δεδομένων) στην Εκκλησία, τα οποία δυναμιτίζουν την ίδια τη φύση και την ταυτότητά της. Η εκκλησιολογία, έτσι, φαίνεται (και πολλές φορές γίνεται), τελικά, να επηρεάζεται από την εθνοπολιτική (ή την γεωπολιτική), να αφομοιώνεται και να διαμορφώνεται αναλόγως κατά τα συμφέροντα εκάστης εθνικής, πλέον, στην πράξη, Εκκλησίας. Πώς, λοιπόν, η Εκκλησία θα ενώσει τον Κόσμο όταν η ίδια είναι και εμφανίζεται στον Κόσμο και την Ιστορία ως πολυδιασπασμένη σε εθνικοκρατικές εκκλησίες, οι οποίες λειτουργούν, πολλές φορές, με (και για) τον εαυτό τους κι όχι με (και για) τον Χριστό; Όταν συμβαίνει να εικονίζουν και να βλέπουν τη σκιά (είδωλο) του εαυτού τους, γυρίζοντας, δυστυχώς, πλάτη προς τον Χριστό, τον κατεξοχήν Ήλιο και Αρχέτυπο της Εκκλησίας και της Κτίσης;

[10] Χρήστος Γκουνέλας, «Η Ορθοδοξία μπροστά σε σύγχρονες προκλήσεις», Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, http://acadimia.org/index.php/nea-anakoinoseis/endiaferonta-arthra/235-i-orthodoksia-brosta-se-sygxrones-prokliseis (Ημ. ανάκτησης: 22 Σεπτεμβρίου 2018).

[11] Πρόκειται για τον John M. Clark (1847 – 1938) οικονομολόγο και θεωρητικό στοχαστή του αναρχισμού.

[12] Αυτή η επιστολή είναι το τελευταίο, ίσως, δημόσιο γραπτό του Παναγιώτη Νέλλα, αφού συνετάχθη στις 19 Φεβρουαρίου 1986, ενάμιση, περίπου, μήνα πριν τον θάνατό του, στις 6 Απριλίου του 1986 .

[13] «Σας στέλνω αυτό το γράμμα σαν ένα πραγματικό, γνήσιο, ειλικρινά εγκάρδιο χαιρετισμό. Αν κάποτε βρεθείτε στην Αθήνα κι έχετε διαθέσιμο χρόνο, θα χαρώ να βρεθούμε να κουβεντιάσουμε. Δεν ξέρω εσείς, αλλά εγώ σίγουρα έχω να κερδίσω από μια τέτοια συνάντηση. Η ρωμαλέα ριζική αναζήτηση, που σας χαρακτηρίζει, μου χρειάζεται και μένα. Γιατί χωρίς αυτή δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αυτά για τα οποία τόλμησα να μιλήσω πιο πάνω. Σας χαιρετώ. Φιλικώτατα. Παναγιώτης Νέλλας», Παναγιώτης Νέλλας, «Ελευθερία και αρχή», Αναρχοχριστιανισμός (Οράματα Κοινοτισμού) 1 (Αύγουστος 1986): 18 – 19. Επίσης, βλ. σχετ. Παναγιώτης Ανδριόπουλος, «Κείμενο του Παναγιώτη Νέλλα στο Περιοδικό “Αναρχοχριστιανισμός”», http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2016/04/blog-post_6.html (Ημ. ανάκτησης: 22 Σεπτεμβρίου 2018). Επρόκειτο για το πρώτο και τελευταίο τεύχος του περιοδικού Αναρχοχριστιανισμός. Ενός περιοδικού που δημιουργήθηκε από νέους με ανησυχίες, οι οποίες άγγιζαν τόσο αρχές του αναρχισμού όσο και ταυτόχρονα του Χριστιανισμού, ίσως δε να επιδιωκόταν και κάποιος συγκερασμός αυτών των αρχών ως μια εναλλακτική πρόταση ζωής. Υπεύθυνος του περιοδικού ήταν ο πολυγραφότατος, έως και σήμερα, Αποστόλης Αρτινός (μόλις είκοσι ετών τότε). Ο Αναρχοχριστιανισμός ήταν ένα εναλλακτικό πολιτικό περιοδικό, σύμφωνα με τον υπότιτλό του και αυτό μας κάνει να εικάζουμε πως δεν ενδιαφερόταν τόσο για την πίστη του Χριστιανισμού όσο - και πρώτα απ’ όλα - για τις κοινωνικοπολιτικές προτάσεις του Ευαγγελίου.

[14] Ο Παναγιώτης Νέλλας επικαλείται έλλειψη απαιτούμενου χρόνου για να σχολιάσει το σχετικό κείμενο του Clark που του απέστειλαν οι αναρχικοί. Ενώ, παράλληλα, επισημαίνει στους αναρχικούς πως του ήταν αδύνατον να σχολιάσει το κείμενο του Clark λόγω της απόστασης, όπως λέει, που τον χωρίζει τόσο από τον Clark όσο και γενικότερα από τον αναρχισμό. «Αγαπητοί φίλοι, έλαβα το φάκελο με τα κείμενά σας για τη “σχέση του Αναρχισμού με τον Νικόλαο Καβάσιλα” και με τη “βυζαντινή τέχνη”, καθώς και το μικρό απόσπασμα του Clark και το γράμμα σας. Λυπάμαι που δεν μπορώ να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή σας να σχολιάσω το κείμενο του Clark. Δεν είναι μόνο η έλλειψη του απαιτούμενου χρόνου, αλλά και η μεγάλη απόσταση που με χωρίζει από τον Clark και γενικότερα από το χώρο του αναρχισμού», Στο ίδιο.

[15]«Ωστόσο, το γράμμα σας και τα δύο κείμενά σας πρέπει να σας ομολογήσω ότι με συνεκίνησαν. Βλέπω πίσω από την προσπάθειά σας τον πόνο χιλιάδων ευαίσθητων σημερινών νέων, που σφαδάζουν μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της κοινωνίας μας, που νοιώθουν να χάνεται όχι απλά η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά η ίδια η ανθρώπινη υπόστασή τους μέσα στην τόσο ριζική και ανελέητη σημερινή στέρηση της ελευθερίας. Κι είναι σωστή αυτή η αίσθηση, αφού σύμφωνα με τον Καβάσιλα, που φαίνεται να αγαπάτε ιδιαίτερα: “Ταὐτόν γάρ ἐστιν εἰπεῖν ἀπολέσαι τό αὐτεξούσιον καί ἀπολέσαι τόν ἄνθρωπον ”», Στο ίδιο.

[16] «Κατανοώ αυτό τον πόνο και, στο μικρό μέτρο που διαθέτω “ώτα ακούειν”, ακούω την κραυγή που βγάζουν τόσοι νέοι στις μέρες μας, αλλά και την κραυγή που βγαίνει μέσα από τον ονομαζόμενο “χώρο του αναρχισμού”. Βέβαια, πρέπει να ομολογήσω ότι ελάχιστα γνωρίζω για το χώρο αυτό και ότι συχνά, όπως στο μεγάλο κοινό, η φωνή του φθάνει και σε μένα μέσα από ενέργειες βίαιες, πράγμα που μου δημιουργεί την αίσθηση μιας θεμελιακής αντίφασης: πως είναι δυνατόν η ελευθερία (όχι απλώς η εθνική ή κοινωνική αλλά η ριζική, η ελευθερία εκείνη που συνιστά τον άνθρωπο), να ενεργεί με βία;», Στο ίδιο.  Χωρίς να θέλουμε να παραλληλίσουμε την Εκκλησία με τον χώρο του αναρχισμού, ωστόσο και στην Εκκλησία συναντάμε την ίδια αντίφαση: Οι χριστιανοί να μιλούν για αγάπη και την ίδια στιγμή να σταυρώνουν τον Χριστό στα πρόσωπα των οποιωνδήποτε άλλων ανθρώπων.

[17] «Η ελευθερία δεν πραγματώνεται παρά μέσα στην αγάπη, είναι η αγάπη. Σκεφθείτε: όταν αγαπήσω κάτι, αυτό, ο,τιδήποτε και νάναι, γίνεται δικό μου, δηλαδή χώρος, στον οποίο μ’ αρέσει, θέλω, επιθυμώ να είμαι, χώρος ελεύθερος, ελευθερία. Οι μαθητές του Σωκράτη τον έβλεπαν στο κελί και ήθελαν να τον απελευθερώσουν. Αυτός όμως ήταν ελεύθερος. Το ίδιο και ο Παύλος», Στο ίδιο.

[18] «Δεν κερδίζεται η ελευθερία με την απελευθέρωση. Είναι διαφορετικής τάξεως πράγμα από την απελευθέρωση, όπως και από την ανεξαρτησία. Οι τελευταίες αυτές πραγματικότητες ανήκουν στο επίπεδο του Κράτους, της εξουσίας, των δομών οργάνωσης της κοινωνίας. Αλλά η ελευθερία δεν ανήκει σ’ αυτό το επίπεδο. Η αφετηριακή θέση σας νομίζω ότι είναι πολύ ορθή. Έχετε καταφέρει να διατυπώσετε μια πολύ μεγάλη αλήθεια: στο επίπεδο του Κράτους, της εξουσίας, των οποιωνδήποτε δομών οργάνωσης της κοινωνίας όντως και πολύ απλά δεν υπάρχει ελευθερία. Καμιά δόμηση της κοινωνίας δεν μπορεί να παρέξει ελευθερία. Κι αν καταλυθεί το Κράτος και υπάρξει οποιαδήποτε άλλη δόμηση της κοινωνίας, και αυτή από την ίδια της τη φύση θα στερεί την ελευθερία. Κι εσείς οι ίδιοι αν πετύχετε αυτό που θέλετε, μόλις το πετύχετε, με το που θα το πετύχετε φανερά, κοινωνικά, θα το καταστρέψετε. Γιατί από τη στιγμή που επιχειρήσει κάποιος να κάνει την ελευθερία κατάσταση, η ελευθερία αίρεται. Η μόνη διάρκεια της ελευθερίας είναι η αγάπη. Γι’ αυτό μίλησα για αντίφαση», Στο ίδιο. Ωστόσο, δεν υπήρξε, πιστεύουμε, ποτέ κοινότητα ανθρώπων η οποία όσο κι αν είχε, αρχικά, αγνά κριτήρια ζωής, να μην τραπεί σύντομα σε κατάσταση. Θεωρούμε δε ότι το ίδιο ισχύει και για την Εκκλησία (στην εξωτερική της έκφανση), διατηρώντας, ωστόσο, μια επιφύλαξη για τις πρωτοχριστιανικές κοινότητες, ως κτιστές κοινότητες δυναμικής προκοπής. Η τροπή σε κατάσταση αποτελεί, μάλλον, τη «φυσιολογική» ροή του κτιστού για να συνεχίσει να υπάρχει, κατά (και μαζί με) τους φόβους του, βέβαια, και τις ανασφάλειές του. Το κτιστό εκ φύσεως χρειάζεται βεβαιότητες, για να ζήσει ως κτιστό. Διαφορετικά κατά τον τρόπο του ακτίστου θα πρέπει ελεύθερα να πεθάνει (θυσία, μαρτύριο: έσχατη ελευθερία και αγάπη) για να συνεχίζει να ζει, σύμφωνα με τα λόγια και την πράξη του Χριστού. Την τριαδική κοινωνία ζουν χαριστικά και με προσωπικό αγώνα μόνο πρόσωπα (οι άγιοι, για παράδειγμα) και όχι κοινότητες - κοινωνίες (στην Εκκλησία, ως Σώμα και Κοινότητα, βιώνεται η ζωή του ακτίστου, ως αλληλοπεριχώρηση, με μυστηριακό, όμως, τρόπο). Το σύστημα σφίγγει («φοβοῦ τὸ σύστημα ὡς λέοντα», κατά τους Πατέρες), αλλά και εν πολλοίς συγκρατεί ταυτόχρονα την ελευθερία των ανθρώπων, διότι από την άλλη μεριά, το χάος καραδοκεί και ειδικά όταν πρόκειται για τη ζωή μιας κοινότητας ανθρώπων. Το ζητούμενο, ωστόσο, για τον χριστιανό, παραμένει (ή θα πρέπει να παραμένει) η ου-τοπική κοινωνία με πρότυπο την Τριαδική Κοινωνία. Μπορεί όμως στην πράξη να γίνει αυτό; Η πίστη της Εκκλησίας το αναφέρει και το μεταθέτει στα Έσχατα και πάλι όχι τελειωμένο στο έπακρο, αφού πάντα θα υφίσταται πρόοδος (κίνηση και όχι στάση). Βέβαια, θεωρητικά μιλώντας, αν σήμερα ή αύριο καταφέρναμε, συν Θεώ, την ου-τοπία σε αυτή τη ζωή, τότε αυτομάτως αυτή θα μετατρεπόταν σε κατάσταση. Θα τη χάναμε… Αυτή θα παραμένει, μάλλον, για πάντα μια ου-τοπία, η οποία ούτε καν μπορεί να περιγραφεί. Ένας γλυκός νόστος, και η πορεία του αέναου ταξιδιού μας από πρόοδο σε πρόοδο. Για την ακρίβεια, κατάσταση (εντελώς στάση, δηλαδή) δεν γίνεται να υπάρξει ποτέ. Τα πάντα, σύμφωνα με τη θεολογία, κινούνται προς τη θεότητα ή προς το μηδέν. Με τον όρο κατάσταση, στη θεολογία, θα μπορούσε να δηλωθεί η έλλειψη προόδου, προκοπής προς την ένωση με τον Θεό και η παγίωση της ροπής προς το μηδέν. Η ελευθερία της πτώσης και της ανόδου νομίζουμε ότι έρχεται σε αντίθεση είτε με την κατάσταση είτε με την ου-τοπία ως κατάσταση. Η έκ-σταση από την κατάσταση και η βίωση της ου-τοπίας ως έκ-σταση (αναγωγή και αναφορά) από τον «τόπο» (τον κλειστό εαυτό) και ανεστιότητα, στοιχειοθετούν την ελευθερία του ανθρώπου και τη διαρκή δίψα του για ενότητα. Αυτό που προσδοκούμε, τελικά, δεν είναι (δεν θα πρέπει να είναι) η λύτρωση από τον πόνο και τη φθαρτότητα, αλλά η ελευθερία και η αγάπη που θα ξεπερνάει τη φθορά και τον πόνο. Έτσι, λοιπόν, πάντα θα υπάρχει προκοπή, αλλά και κίνδυνος πισωγυρίσματος, αν ο άνθρωπος το θελήσει. Ο άνθρωπος πάντα θα βρίσκεται ενώπιον της πρόκλησης της θυσιαστικής αγάπης. Επίσης, βλ. σχετικώς, Χρήστος Γκουνέλας, «Ποιος άραγε είναι διατεθειμένος να θυσιαστεί;», http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2015/09/blog-post_11.html (Ημ. ανάκτησης: 19 Οκτωβρίου 2018). Και: Χρήστος Γκουνέλας, «Όλοι μαζί, φιλάνθρωποι και φιλόπτωχοι», Ελευθερία Λάρισας (φύλλο: 29 Αυγ. 2017, σελ. 10).

[19] «Στον κόσμο αυτό στον οποίο ζούμε δεν υπάρχει ελευθερία, επειδή ο κόσμος έχει αρχή. Και κάθε τι που έχει αρχή φέρνει εξ ορισμού μέσα στην ύπαρξή του δεσμεύσεις. Η ελευθερία, πράγματι, δεν μπορεί να υπάρξει παρά στη αναρχία, είναι άναρχη. Και πως είναι ποτέ δυνατό ο κόσμος ή ο άνθρωπος να ξεπεράσει το γεγονός ότι έχει αρχή; Όμως αυτό το κατά φύση αδύνατο γίνεται δυνατό επειδή μέσα στον κόσμο μας ήρθε ο μοναδικός άναρχος. Και ήρθε πραγματικά, έκανε τον κόσμο, την υποκείμενη οντολογικά σε δεσμεύσεις φύση μας σάρκα Του, χωρίς  να λάβει από τη φύση μας την αρχή Του. Και έτσι έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να ζήσει, ακόμη περισσότερο να γίνει και αυτός άναρχος. Αν δεν μας έδινε τέτοιας φύσεως πράγματα ο Χριστός δεν θα Τον χρειαζόμασταν. Θα ήταν ένας απλός κοινωνικός αναμορφωτής. Αλλά ο Χριστός δυναμιτίζει ριζικά την καλοστεκούμενη κοινωνία μας. Καλεί και οδηγεί τον άνθρωπο να γίνει αληθινά και πραγματικά άναρχος, πράγμα που, απ’ ό,τι διαισθάνομαι, πρέπει μάλλον να αποτελεί και την πιο μύχια αναζήτηση κάθε γνήσιου αναρχικού», Στο ίδιο.  Δυναμιτίζει ακόμη και την ίδια την Εκκλησία, θα τολμούσαμε να πούμε, ως οντολογικός Ανακαινιστής, ειδικά δε όταν αυτή τρέπεται και ταυτίζεται στην εξωτερική έκφανσή της με το κατεστημένο. Αξίζει, πιστεύουμε, να σημειωθεί πως ενώ ο Χριστός σταυρώθηκε από τις αρχές της εποχής του ως «επικίνδυνος» και «αιρετικός» - και ακριβώς τέτοιος ήταν για τη λογική του κόσμου - ωστόσο η διοίκηση της σύγχρονης Εκκλησίας (ταυτισμένη από το λαό κιόλας - όχι χωρίς ερείσματα - ως Εκκλησία συνολικά) έχει εδραιωθεί, εν πολλοίς, ως καθεστηκυία τάξη. Αυτό μάλιστα το γεγονός συνιστά, όπως ήδη έχουμε πει, πληγή ανοιχτή στο Σώμα της Εκκλησίας, του ίδιου του Χριστού.

[20] Το 2015 και το 2016 υπήρξαν επιθέσεις αναρχικών (μολότοφ, συνθήματα σε τοίχους ναών, διακοπή θείας Λειτουργίας) σε εκκλησίες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, η Εκκλησία, είτε ζήτησε την προστασία του νόμου, είτε προχώρησε σε μια δήλωση συγχώρησης των δραστών. Αυτές οι ενέργειες των αναρχικών, τις οποίες μάλιστα οι ίδιοι διαπράττουν στο όνομα της ελευθερίας (sic), ασφαλώς και είναι καταδικαστέες. Πιστεύουμε, όμως, πως είναι ανάγκη η διοίκηση και τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας να προβληματιστούμε για αυτή τη στάση κομματιού της νεολαίας απέναντι στην Εκκλησία και να ακούσουμε την κραυγή των νέων αυτών ανθρώπων, οι οποίοι κατά βάθος διψούν για ελευθερία. Ανεπίγνωστα, θα λέγαμε, πως διψούν για εν Χριστώ ελευθερία. Και είναι ευθύνη της Εκκλησίας, έναντι του αναστημένου Χριστού, να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους. Χαρακτηριστική δε ήταν η αντίδραση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, η οποία σε ανακοίνωσή της τόνισε μεταξύ άλλων, απευθυνόμενη στους αναρχικούς, οι οποίοι προκάλεσαν τα, όντως, θλιβερά επεισόδια: «Είστε η αποτυχία μας. Η αποτυχία μας ως κοινωνίας, ως σχολείου, ως οικογένειας, ως δημοκρατίας». «Η Μονή Πετράκη στόχος αντιεξουσιαστών», Καθημερινή, http://www.kathimerini.gr/870445/article/epikairothta/ellada/h-monh-petrakh-stoxos-antie3oysiastwn.  (Ημ. ανάκτησης: 22 Απριλίου 2017). Δυστυχώς, ωστόσο, δεν είδαμε στην παραπάνω ανακοίνωση, τουλάχιστον, την ανάληψη της ευθύνης εκ μέρους της Διοίκησης της Εκκλησίας για λογαριασμό των Χριστιανών, καθώς επίσης και για τη θέση τους (κλήρου και χριστιανικού λαού) μέσα στον Κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου