Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023

Παύλος Λάλος: "Κουμουνίστρια βατσινιά"

 


Απομεινάρι παλιού σπιτιού στην Κρανιά (Φωτ. Γιώργος Μπαλής)

Εκλογές και αύριο Κυριακή (λεγόμενες επαναληπτικές) και δεν θα σας πω γι'αυτές, αφού ότι νομίζετε αυτό θα κάνετε, με βάση το συμφέρον σας ο καθείς, ατομικό και κάποιοι το συλλογικό, αμήν.
Από το κουτί των παιδικών αναμνήσεων θα βγάλω μια φιγούρα, ενός βασανισμένου (τρομοκρατημένου) ανθρώπου που με λίγο τσίπουρο άρχιζε και μιλούσε με τις βατομουριές ή βατσινιές όπως τις λέμε στο χωριό, κι εγώ παιδί τον παρατηρούσα.


Κουμουνίστρια βατσινιά   
                 
Στεκόταν, παραπαίοντας -όπως μόνο οι μεθυσμένοι κάνουν  που κουνιούνται σα να τους φυσάει κάνας αέρας δυνατός και χάνουν την ισορροπία και επανέρχονται αλλά γέρνουν προς την άλλη μεριά σα να άλλαξε ο αέρας διεύθυνση- προσπαθώντας να μη πέσει και το κατάφερνε, ένας κοντούλης άντρας άτσαλος στα ρούχα. Έναν γεράκο βασανισμένο έβλεπα ή πρόωρα γερασμένο, ποιος ξέρει από τι βάσανα, μήπως τον είχαν χτυπήσει τότε που το ξύλο ήταν για "προσφάϊ" από τους κατέχοντες και τους ένοπλους των ΤΕΑ που συχνά έκαναν ψευτοπαρέλαση στα μεσοχώρια προς εκφοβισμό των ηττημένων και των "συμπαθούντων", τι τρομερή λέξη που ρήμαξε την Ελλάδα. 
 Τον παρατηρούσα με την παιδική περιέργεια και κάπως νοσηρά τον μελετούσα, όπως τα παιδιά παρατηρούν το παράξενο και το ασυνήθιστο που τραβάει την προσοχή σε μια μέρα που ήταν συνηθισμένη. Δεν είχα ακούσει ως τότε κάτι γι’ αυτόν, όπως ακούς μικρός απ’ τους μεγάλους να λένε˙
 λόγου χάρη (έλεγαν) για την πικραμένη αλλά με ψηλά το κεφάλι Γκαρέλαινα, γυναίκα που με μια τρελούτσικη εμμονή έλεγε ξάφνου «Αααα, θα ’ρθούν τα παληκάρια, τι νομίζετε. Τότε να δούμε». Δεν την πείραζαν πια οι πειραχτές, την είχαν για τρελή από αυτά που τράβηξε, ένοχοι που έπραξαν κάτι βρώμικο που τα σκοτάδια κρύβουν, ή δεν απέτρεψαν κάτι να μη γίνει.
Επανέρχομαι: Στεκόταν ο ασπρομάλλης ανθρωπάκος μπροστά σε μια βατσινιά, αγκαθερή βατομουριά άγρια αυτοφυή (τα αγκάθια γίνονταν βατσίνες-καρφίτσες που καρφώνουν αλλά και κάνουν τρύπες στα κορόμηλα για να βγεί το ζουμί τους στο στόμα αυτού που το βατσινώνει κι όργανα βασανισμού- ακόμα και στο προαύλιο του σχολείου έβρισκαν εφαρμογή). Στεκόταν λίγο παραπέρα από τη χτιστή κοινόχρηστη βρύση, που τόσα κουτσομπολιά ή  μαλώματα άκουγε τους ζεστούς μήνες που –λόγω λιγοστού νερού σα να κατουρούσε κάνα κατσίκι- οι γυναίκες συχνά χτυπιούνταν με τους τενεκέδες και τους ματαράδες γιατί δεν τηρούσαν τη σειρά. Παραπέρα όλα τα έβλεπε το ψηλό λιγνό καμπαναριό με τα λελέκια να καβαλικεύονται αθώα αλλά σε κοινή θέα όλης της αγοράς, στην οικογενειακή φωλιά τους πάνω πάνω, που έστεκε εκεί από το 1893, χώρια από τη νικκλησιά  που τόχτισαν μερακλήδες τοπικοί χωριανοί πετράδες μαστόροι, με πρωτομάστορα τον Πολιτομάστορα, έναν θείο του πατέρα μου απ’ την πλευρά της μάνας του (γιαγιάς Μαρίας που δεν γνώρισα), όπως τα  διηγούνταν ο πατέρας. Το καμπαναριό αυτό δεν κάηκε όπως η νικκλησιά το ’44 απ’ τους λυσσασμένους Χιτλερικούς Γερμανούς που πάτησαν πρώτη φορά το χωριό, σε μια τολμηρή κίνηση εκκαθάρισης των ανταρτών και έφτασαν ως τη διπλανή (μόλις 15 χιλιόμετρα)  κωμόπολη όπου έκαψαν και το πρόχειρο Νοσοκομείο με τους τραυματίες μέσα.
 Την προσοχή του μικρού γέρου τραβούσε η βατομουριά που στέκονταν εκεί σ’ ένα άφραχτο σχεδόν κήπο που θα γίνονταν αργότερα σπίτι με φούρνο που θα τάϊζε την πλειονότητα του χωριού. Σήκωσε το δάχτυλο στο φυτό, το κούνησε και είπε με μεθυσμένη λαλιά μια φράση που με βασανίζει ακόμα με το παράλογό της νόημα: «Κομουνίστρια βατσινιά, κομουνίστρια βατσινιά». 
Και ο μικρός άνθρωπος έγινε με το δάχτυλο προτεταμένο ένας κατήγορος, ολιγόλογος. Στο θέατρο του παραλόγου μόνο τέτοιες κουβέντες θα άκουγα μεγαλώνοντας. Μου είπαν πως του είχαν βγάλει το παρατσούκλι Γκαρίπ(ι), που θα πει στα τούρκικα «παράξενος».

Π.Λάλος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου