Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Οι διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή της Κρανιάς


Ένα εμπεριστατωμένο άρθρο για την Ιστορία των διαλυμένων, πλέον, οικισμών της περιοχής της Κρανιάς από τον ερευνητή της ιστορίας κ. Κώστα Σπανό. 
Ευχαριστούμε θερμά τον αγαπητό φίλο και συμπατριώτη για την αποστολή του σημαντικού αυτού άρθρου. 


Από το Θεσσαλικό Ημερολόγιο
AddThis Sharing Buttons
Share to FacebookShare to TwitterShare to PinterestShare to Google+Share to E-mail
του Κώστα Σπανού,
εκδότη του «Θεσσαλικού Ημερολογίου»

 Σε πολλές κωμοπόλεις υπάρχουν παραδόσεις για την ύπαρξη  πολλών οικισμών, οι οποίοι στή συνέχεια εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους για να εγκατασταθούν σε έναν άλλο οικισμό. Ο οικισμός αυτός, απορροφώντας τους κατοίκους των γειτονικών του οικισμών μεγάλωσε και έγινε κωμόπολη.
     Η παράδοση αυτή απαντάται και στην Κρανιά. Σύμφωνα με αυτήν, στην κτηματική περιοχή της Κρανιάς υπήρχαν 8 οικισμοί: στα Πηγάδια, στην Παναγιά,[1] στο Καλογεράκι,[2]  κλπ. Κατά τον Ελευθέριο Λάλο, ο οικισμός στην Παναγιά επέζησε μέχρι το τέλος του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα.[3]
     Η παράδοση, όμως, δεν επαληθεύεται πάντοτε από τις πηγές, οι οποίες είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της ύπαρξης των οικισμών. Οι πηγές αυτές είναι κυρίως οι προθέσεις των μοναστηριών, στις οποίες οι καλόγεροι έγραφαν τα ονόματα εκείνων των χωρικών οι οποίοι τους πρόσφεραν κάτι κατά την ετήσια πορεία ζητείας το καλοκαίρι.
     Στην παρούσα ανακοίνωση, αξιοποιώντας αυτές τις πηγές και κάποιες άλλες, θα σας παρουσιάσω τέσσερις οικισμούς τους οποίους συνάντησα κατά την μακρόχρονη έρευνα μου στις πηγές της θεσσαλικής Ιστορίας, αρχίζοντας από τον αρχαιότερο όλων.

  1) Η ΚΑΡΥΑ ή ΚΑΡΙΤΣΑ

     Ο βυζαντινός οικισμός Καρυά βρισκόταν κοντά στο μοναστήρι της Παλιοκαρυάς. Ο οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά το έτος 1336, στο χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιλόγου, ως υπαγόμενος στην Επισκοπή των Σταγών. Με το χρυσόβουλο αυτό καθορίζονται τα όρια της προαναφερόμενης επισκοπής με την Επισκοπή της Τρίκκης. Το όριο, αφού διέλθη από την τρικαλινή πεδιάδα ανέρχεται στα νοτιοανατολικά Χάσια, 17 χιλιόμετρα ανατολικώς της Καλαμπάκας, στο βουνό Βλέπι «και καταβαίνει τα διάραχα του βουνού του λεγομένου Μποκοβικού, και καταντά εις το Μέλοβον και εις την Κάριτζαν, και ανέρχεται πλησίον του Λοέτρου, και ανεβαίνει εις το βουνόν της Μπονάσας (…)».[4]
     Χάρη, λοιπόν, στην οριοθέτηση αυτή πληροφορούμαστε την ύπαρξη του οικισμού Καρίτζα-Καρίτσα, η ίδρυση της οποίας έγινε πριν από το 1336, ίσως γύρω στα 1300, αν όχι νωρίτερα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αρχικά υπήρχε το μοναστήρι και στη συνέχεια ιδρύθηκε ο οικισμός, χωρίς να αποκλείεται το αντίστροφο, να ιδρύθηκε δηλαδή το μοναστήρι στην κτηματική περιοχή του οικισμού.
     Με την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς το 1423,  τρίτη και οριστική κατοχή, ο οικισμός φαίνεται πως βρίσκεται σε παρακμή. Αυτό συμπεραίνουμε επειδή απουσιάζει από την
πρώτη σωζόμενη απογραφή των Οθωμανών του έτους 1454/1455, στην οποία αναφέρονται η Βαλανίδα, η Λάη και το Μέλοβο της Δεσκάτης, όμοροι οικισμοί της Καρίτσας.[5] Υπάρχει μόνο μία αναφορά της Καρίτσας, η οποία αποδίδεται, με επιφύλαξη, στο έτος 1499. Πρόκειται για μία ολιγόστιχη και ανορθόγραφη ενθύμηση, η οποία έχει ως εξής:
     † εγό ω παπα-Μητροφάνης από λεγομένην Καρήτζα έγηνα καλόγερως  ζ΄ χυληοςό cϞ (;) εν μηνη Ηουνίου εις ταις ιε΄ και παπάς του εαυτού έτους.[6]
   Με απλά λόγια, ένας κάτοικος της Καρίτσας πήγε στο Μεγάλο Μετέωρο και έγινε καλόγερος, τον Ιούνιο του 1499, και στη συνέχεια ιερομόναχος. Οι πληροφορίες για το μοναστήρι αρχίζουν το 1628, όταν αποπερατώθηκε το εικονοστάσι του, και κυρίως το 1668, με την ευκαιρία της επίσκεψης του σουλτάνου Μεχμέτ του Δ΄ για κυνήγι στην περιοχή, σύμφωνα με τις καταγραφές του κώδικα του μοναστηριού.[7] Ως προς τον οικισμό, και πάλι οι πληροφορίες σπανίζουν. Φαίνεται ότι βρισκόταν ήδη σε παρακμή, καθώς δεν αναφέρεται στις προθέσεις των θεσσαλικών μοναστηριών, ενώ αναφέρονται άλλοι μικροί οικισμοί, στην ευρύτερη περιοχή του. Άλλωστε, το 1668 αναφέρεται ως Παλαιοκαρυά, στον κώδικα του μοναστηριού, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι ήταν από καιρό παλαιοχώρι. Αυτό προκύπτει και από τα γεγονός ότι για τον καθορισμό των ορίων μεταξύ της Καρυάς, και των δύο οικισμών της Δεσκάτης, της Λάης και της Γκορτσιάς (Παλιογκορτσιάς), τα συμφέροντα της Καρυάς εκπροσώπησαν ο ηγούμενος του μοναστηριού Σάββας και ο μοναχός Θεόφιλος. Η περιοχή της ήταν τιμάριο κάποιου σπαχή.[8] Αυτός προσκόμισε ένα αντίγραφο του αυτοκρατορικού κτηματολογίου και έτσι έγινε η οριστική οριοθέτηση.[9]

 2) ΤΑ ΛΑΠΑΤΑ

     Ο οικισμός αυτός βρισκόταν στις πλαγιές της Οξυάς, απέναντι από την Μονή της Παλιοκαρυάς.[10] Πρόκειται για έναν μικρό ποιμενικό οικισμό, ο οποίος δημιουργήθηκε, άγνωστο πότε, κατά την διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, οπωσδήποτε όμως πριν από το έτος 1613/1614. Το έτος αυτό, ο οικισμός αναφέρεται, μαζί με το Μέλοβο και την Γκορτζιά της Δεσκάτης, σε έναν μετεωρίτικο κώδικα. Πρόκειται για την πρόθεση 215 της Μονής του Βαρλαάμ,[11] όπου, στη σελίδα της 111, είναι καταχωρισμένα τα ονόματα τεσσάρων κατοίκων του οικισμού: Μιχαήλ, Κάλλω, Μαρία και Γεργού,[12] ενώ οι αφιερωτές της Ξεροκρανιάς είναι μόνο τρεις.[13] Η αναφορά αυτή του οικισμού, στον εν λόγω κώδικα, σημαίνει ότι τα Λάπατα ιδρύθηκαν πριν από το 1600.
     Νεότερη αναφορά του οικισμού συναντούμε, μετά από έναν και πλέον αιώνα, στα μέσα του 18ου, στην πρόθεση 291 της Μονής του Βαρλαάμ.[14] Στο φύλλο 11α της πρόθεσης αυτής είναι καταχωρισμένα τα ονόματα πέντε αφιερωτών: Δανιήλ ιερομόναχος, Δημήτριος, Μιχαήλ, Κώστω και Θώδω.[15]
     Της ίδιας περιόδου είναι και η αναφορά του οικισμού στον κώδικα 100 του Μεγ. Μετεώρου. [16] Στο φύλλο 8β του χειρογράφου αυτού αναφέρεται μόνο ένας αφιερωτής, ο Μπόγιοκος του Γιάννη, ο οποίος όφειλε, από τάμα του προφανώς, 500 άσπρα, δηλαδή 4 γρόσια και 20 άσπρα στο Μεγ. Μετέωρο.[17] Η αναφορά αυτή είναι η τελευταία στα μοναστηριακά χειρόγραφα. Ο οικισμός βρίσκεται, προφανώς, στα τελευταία του και γι’ αυτό αναφέρεται ως Παλιολάπατα. Ως «Παλιολάπατα παλεοχορι» αν αφέρεται και σε ένα έγραφο της διοίκησης του Αλή πασά, με χρονολογία 1 Μαρτίου 1816. Σ’ αυτό αναφέρεται ότι ο ηγούμενος της Μπουνάσιας είχε εκεί το κοπάδι της μονής, το οποίο αριθμούσε  4.487 γιδοπρόβατα, 2.760 μεγάλα και 1.727 μικρά ζώα.[18] Η πληροφορία αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Μπουνάσια ενδιαφέρθηκε για την απόκτηση της περιοχής των Λαπάτων για να την χρησιμοποιήσει ως χειμαδιό για το μεγάλο κοπάδι των γιδοπροβάτων της.
     Ερευνώντας στο Υποθηκοφυλακείο της Δεσκάτης εντόπισα την μετάφραση δύο οθωμανικών τίτλων ιδιοκτησίας, των μέσων του 18ου αιώνα. Στο πρώτο έγγραφο, το οποίο εκδόθηκε από τον ιεροδικαστή των Τρικάλων Σουλεϊμάν, τον Νοέμβριο το 1744, αναφέρεται ότι τέσσερις κάτοικοι του οικισμού Κανακλού, όπως αποκαλούσαν οι Οθωμανοί τα Λάπατα, ο Μίχος, ο Θεοχάρης, ο Παναγιώτης και ο Πούλος Βέλου κατείχαν στο χωριό τους, από πατρική κληρονομιά, έναν νερόμυλο, αποτελούμενο από ένα δωμάτιο. Τον μύλο αυτό, που λειτουργούσε με το νερό της Δασοχωρίτικης ποταμιάς, η οποία διέρχεται από εκεί, πούλησαν οι προαναφερόμενοι στον Δαμασκηνό, ιερομόναχο της Μονής Μπουνάσιας της Δεσκάτης, προς 30 γρόσια. Το έγγραφο αυτό έχει ως εξής:[19]
     «Ἀριθ. 125
     Ὑπογραφή ἱεροδικαστού Τρικκάλων Σουλεϊμᾶν, σφραγίς Σουλεϊμᾶν.
     Οἱ ἐκ τοῦ χωρίου Κανακλοῦ τοῦ Δήμου Χασλάρ τῆς ἐπαρχίας Τρικκάλων Μίχος, Θεοχάρης, Παναγιώτης καί Πο[ῦ]λος[20] Βέλου παρουσιασθέντες ἐνώπιον τοῦ τοῖς πᾶσι σεβαστοῦ δικαστηρίου, παρόντος καί τοῦ ἱερέως παπᾶ Δαμασκηνοῦ τῆς Μονῆς τοῦ χωρίου Πονάσια[21] τοῦ  Δήμου Χασλάρ,[22] ὁμολογοῦσιν ὅτι τόν ἐν τῷ χωρίῳ Κανακλού διά τοῦ ἐν αὐτῷ ρέοντος ὕδατος λειτουργοῦντα καί ἐξ ἑνός δωματίου συγκείμενον ἰδιόκτητον μύλον, κληρονομίαν πατρικήν, ἐπώλησαν μέ ὅλα τά ἐν αὐτῷ ἐξαρτήματα τῷ ἱερεῖ τῆς Μονῆς παπᾶ Δαμασκηνῷ διά πωλήσεως καθαρᾶς καί ὁριστικῆς, ἀποκλειομένου παντός ὅρου καθιστῶντος πλημμελῆ τήν ἀγοραπωλησίαν, ἀντί τιμήματος γροσίων τριάκοντα, ἐπί τῷ ὅρῳ ἵνα ὁ ρηθείς μύλος ἀνήκει τῇ Μονῇ ὡς ἰδιοκτησία ἀφιερωματική καί δή λαβόντες τό τίμημα ὁμολογοῦσιν ὅτι παραδίδουσιν αὐτόν τῷ ἀγοραστῇ παπᾶ Δαμασκηνῷ, μεταβιβάζοντες ὡσαύτως πᾶν δικαίωμα ἀφορῶν τήν κατοχήν τοῦ εἰρημένου μύλου, ὁ δέ ἱερεύς παπᾶ Δαμασκηνός ὁμολογεῖ ὅτι ἐδέχθη τήν πώλησιν τοῦ εἰρημένου μύλου καί παρέλαβεν αὐτόν καί κατέχει αὐτόν διά λογαριασμόν  τῆς Μονῆς.
     Διά ταῦτα βεβαιοῦσιν οἱ πωληταί ὅτι ἐπειδή ἐφεξῆς ὁ μύλος αὐτός, δυνάμει τῆς παρούσης πράξεως, θά ἀνήκη εἰς τήν Μονήν, δι’ ὅ οὐδέν ἐπί τούτου δικαίωμα καί οὐδεμίαν ἀξίωσιν θά ἔχουν, καί ὅτι εὔχονται ἵνα ἡ Μονή χαρῆ αὐτόν.
     Τή αἰτήσει τῶν ἐνδιαφερομένων κατεχωρήθη ἡ παροῦσα πρᾶξις εἰς τά δικαστικά βιβλία τῇ 25 Ραμαζανίου[23] τοῦ χίλια ἑκατόν /[24] πεντήκοντα ἑπτά (ἀρ. 1157).
     Ὑπογραφή ἱεροδικαστοῦ Σουλεϊμάν.
Κλητῆρες                  ἐκ τοῦ λαοῦ             Κοτζαπασῆδες[25]   Ἀργυραμοιβός
Ἰσμαήλ                      Μοχαμμέτ               Κωστάκης          Γιαννάκης
Ἀλῆ Χουσεΐν            Ἀπτούλ Κατήρ        Δημητράκης
                                 Λάμο                        Σεϊτάρης
Ἐπικυροῦται ἡ ἀκρίβεια τῆς μεταφράσεως ἐκ τοῦ τουρκικοῦ πρωτοτύπου.
Γρεβενά τῇ 2 Ἰουλίου 1914
Ὁ παρά τῷ Πρωτοδικείῳ Γρεβενῶν ἑρμηνεύς
(τ. σ) Πρόδρομος Π. Προξενίδης

     Βεβαιοῦται ὅτι μετεγράφη ἐν Δεσκάτῃ σήμερον τήν εἰκοστήν δευτέραν τοῦ μηνός Ἰουλίου τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ δεκάτου τετάρτου ἔτους ὑπ’ αὔξοντα ἀριθμόν ὀγδοήκοντα (80), τοῦ ὑπό στοιχεῖον Α΄ βιβλίον Μεταγραφῶν τῆς περιφερείας τοῦ Εἰρηνοδικείου Δεσκάτης.
Φύλαξ τῶν Μεταγραφῶν
Εἰρηνοδίκης Δεσκάτης
(τ. σ) Γ. Χρυσανθακόπουλος».
    Από το δεύτερο έγγραφο προκύπτει ότι το 1747, με σουλτανικό φιρμάνι, η περιοχή του οικισμού Κονακλού παραχωρήθηκε, ως τσιφλίκι, στον σπαχή Τζαφέρ Ομέρ. Το έγγραφο αυτό, με το οποίο παραχωρήθηκε ένας τίτλος ιδιοκτησίας και πάλι στον ιερομόναχο της Μονής Mπουνάσιας Δαμασκηνό, για τον αγρό που αγόρασε από τους αδελφούς Μίχο και Θεοχάρη, έχει ως εξής:
   «Ἀριθ. 133
     Σκοπός τοῦ ἐγγράφου τούτου εἶναι ὅτι, ἐπειδή τό ἐν τῷ Δήμῳ  Χασλάρ καί εἰς τό ἔδαφος τοῦ χωρίου Κανακλού μέ ἕν δωμάτιον κατέχομεν δυνάμει τοῦ ὑπό χρονολογίαν χίλια ἑκατόν ἑξήκοντα[26] αὐτοκρατορικοῦ προνομίου, καί ἐπειδή οἱ ἄπιστοι[27] κάτοικοι τοῦ χωρίου αὐτοῦ Μίχος καί Θεοχάρης τῇ ἀμοιβαίᾳ θελήσει καί συγκαταθέσει αὐτῶν, παρόντος καί τοῦ ἐπί τῶν γαιῶν ὑπαλλήλου, ἐπώλησαν ἀντί τριάκοντα γροσίων τῷ ἐκ τῶν ἱερέων τῆς Μονῆς παπά Δαμασκηνῷ τόν ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἰδιόκτητον ἀγρόν μέ αὐλάκια, ἵνα οὗτος ἦ ἰδιοκτησία ἀφιερωματική τῆς Μονῆς, καί ἐπειδή ἔλαβον τά κατά τόν νόμον δικαιώματά μου, παρέχω αὐτῷ τόν νόμιμον τίτλον τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ ἄνω ἀγροῦ, ἵνα κατέχη αὐτά ἀκολύτως καί ἄνευ ἐμποδίου ἐκ μέρους οὐδενός, ἀφοῦ πληρώση κατ’ ἔτος τήν νόμιμον δεκάτην τοῖς ἁρμοδίοις.
  Ὑπογραφή                                                        Μάρτυρες
Τζαφέρ Ὀμέρ σιπαχή                                         Ἀχμο Ἀπτουλκατήρ
Κανακλού                   1155[28]                                Μοχαμμέτ

 Ἐπικυροῦται ἡ ἀκρίβεια τῆς μεταφράσεως ἐκ τοῦ τουρκικοῦ πρωτοτύπου.
Γρεβενά τῇ 2 Ἰουλίου 1914
Ὁ παρά τῷ Πρωτοδικείῳ Γρεβενῶν ἑρμηνεύς
(τ. σ) Πρόδρομος Π. Προξενίδης

     Βεβαιοῦται ὅτι μετεγράφη ἐν Δεσκάτῃ σήμερον τήν εἰκοστήν δευτέραν τοῦ μηνός Ἰουλίου τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ δεκάτου τετάρτου ἔτους /[29] ὑπ’ αὔξοντα ἀριθμόν ὀγδοήκοντα δύο, τοῦ ὑπό στοιχεῖον Α΄ βιβλίον Μεταγραφῶν τῆς περιφερείας τοῦ Εἰρηνοδικείου Δεσκάτης.
Φύλαξ τῶν Μεταγραφῶν
Εἰρηνοδίκης Δεσκάτης
(τ. σ) Γ. Χρυσανθακόπουλος».

      Από ένα άλλο έγγραφο, το οποίο είναι απόσπασμα του οθωμανικού Γε νικού Κτηματολογίου, που εντόπισα επίσης στο Υποθηκοφυλακείο της Δεσκάτης, προκύπτει ότι τα Παλιολάπατα, μέχρι το 1914, τουλάχιστον, ήταν τσιφλίκι της Μονής Μπουνάσιας της Δεσκάτης, το οποίο αγόρασε αυτή, άγνωστο πότε, από τον οθωμανό μάλλον κάτοχό του, οπωσδήποτε όμως μετά την αγορά του νερομύλου, το 1744. Το εν λόγω έγγραφο είναι ένας κατάλογος με 31 περιουσιακά στοιχεία, μεταφρασμένος από την τουρκική γλώσσα, στις 31.7.1914. Μεταξύ των αναφερόμενων 31 περιουσιακών στοιχείων συμπεριλαμβάνονται η εκκλησία του οικισμού (προφανώς ο Άγιος Γεώργιος),[30] στην περιοχή Ταμπούρια, μία οικία, 10 οικόπεδα, ένα λιβάδι έκτασης 8.000 στρεμμάτων, το δάσος και 19 χωράφια, έκτασης 434 στρεμμάτων. Τα χωράφια βρίσκονταν στις περιοχές Ανήλιο Καρά, Βαλάνα Μάντρα, Βασιλάκη, Επάνω Λάπατα, Επάνω Πλαταριά, Ημερογκορτσιά, Κάτω Πλαταριά, Κοκαλούνα, Κρύα Βρύση, Λούπες, Μητρούνα, Σκιαζάκη, Σμίξη, Στριβάδια. Τα όρια του λιβαδίου είναι τα εξής: Κοκκινόλογκος, Λάκος Παρσιά, Παλιόκαστρο, Σμίξη, Μεβκή Βαλανίδα, Παλιοκαρυά, Γραμανίβα, Μουσάς. Η αξία του λιβαδίου, το 1914, υπολογίσθηκε σε 125.000 δραχμές και όλου του τσιφλικίου σε 225.000 δραχμές.
       Η αναφορά Επάνω Λάπατα δηλώνει ότι ο οικισμός αποτελούνταν από δύο συνοικίες: τα Επάνω Λάπατα και τα Κάτω Λάπατα. Στα Επάνω Λάπατα, κοντά στην υπάρχουσα βρύση, ο Ελευθέριος Λάλος αναφέρει ότι φαίνονται τα θεμέλια μιας μικρής εκκλησίας. Έτσι γίνεται φανερό ότι υπήρχαν δύο ανεξάρτητες οντότητες, δύο τρόπον τινά ενορίες.

3) Η ΜΕΡΝΑ

     Ο οικισμός αυτός, το όνομα του οποίου είναι δυσετυμολόγητο, βρισκόταν 5 χιλιόμετρα δυτικώς της Κρανιάς. Ο Ελευθέριος Λάλος[31] και ο Κων. Μπατσίλας[32] τον αναφέρουν ως Μύρνα, συσχετίζοντας μάλιστα το τοπωνύμιο με το αρχαιοελληνικό Μύρινα, χωρίς, όμως, τεκμηρίωση. Κατά τον Ελευθέριο Λάλο στην περιοχή της βρέθηκαν μερικοί πλακοσκεπείς τάφοι της Αρχαιότητας.[33] Η Μέρνα αναφέρεται μόνο μία φορά, στα μέσα του 18ου αιώνα, στον κώδικα 100 του Μεγ. Μετεώρου. [34]  Στο φύλλο 31β είναι καταχωρισμένα τα ονόματα πέντε κατοίκων του, οι οποίοι είναι μέλη τριών οικογενειών:
     Δήμος Τόμπρος και η γυναίκα του Κώστω.
     Κοσίτζα της Πούκιως.
     Δήμος Κωστόπουλος και η γυναίκα του Δέσπω.[35]
     Ο χρόνος εγκατάλειψης του οικισμού δεν είναι γνωστός. Πιθανόν να συνέβη στα τέλη του 19 ου αιώνα.

 4) ΤΟ ΜΠΡΑΪΚΟ

     Ο οικισμός αυτός βρισκόταν στην περιοχή Παλιομπράκι, νοτιοανατολικώς της Κρανιάς, στα όρια με την Βαλανίδα. Αναφέρεται και αυτός στον κώδικα 100 του Μεγ. Μετεώρου,[36] στο ίδιο φύλλο με την Γκορτζιά της Δεσκάτης και τα Λάπατα. Στο φύλλο, λοιπόν, 8β είναι καταχωρισμένα τα ονόματα εφτά αφιερωτών του Μπράικου, οι οποίοι είναι μέλη πέντε οικογενειών, από τις οποίες η μία είναι μεταφερμένη εκεί από την Κρανιά, όπως προκύπτει από το επώνυμο Κρανιώτης. Τα ονόματα των αφιερωτών αυτών είναι τα εξής:[37]
     Πυργηνός και Θόδω, χρέος ρν΄ (150 άσπρα = 1 γρόσι και 30 άσπρα).
     Δήμος Γιάννη, χρέος σν΄ (250 άσπρα = 2 γρόσια και 10 άσπρα).
     Τρικάλης Δήμου και η γυναίκα του, χρέος ψν΄ (750 άσπρα = 6 άσπρα και 30 άσπρα).
     Λοΐζος του Πελαγρή, χρέος υν΄ (450 άσπρα = 3 γρόσια και 90 άσπρα).
     Δήμος Κρανιώτης, χρέος ρ΄ (100 άσπρα).
     Όπως βλέπουμε, οι αφιερωτές του Μπράιου είναι περισσότεροι από τους αφιερωτές της Ξεροκρανιάς, των Λαπάτων και της Μέρνας.
     Σήμερα αναφέρεται το Παλιμπρακίσιο Λιβάδι,[38] στα όρια με το Κεφαλόβρυσο. Το τοπωνύμιο Μπράικο είναι κυριωνύμιο και δηλώνει ότι ο οικισμός και η κτηματική περιοχή του ήταν, αρχικώς, ιδιοκτησία κάποιου κτηνοτρόφου ο οποίος ονομαζόταν Μπράικος. Το όνομα αυτό είναι αρβανίτικο. Το Μουζάκι της Καρδίτσας, το 1454/1455 ήταν τιμάριο δύο Αρβανιτών: του Θεόδωρου Μουζάκη και του γιου του Μπράικου Μουζάκη.[39]

     Πολύ πριν από το 1454/1455, το έτος δηλαδή της οθωμανικής απογραφής, στην περιοχή της Κρανιάς πιστεύω ότι υπήρχαν και άλλοι ποιμενικοί οικισμοί, πιθανόν βλαχόφωνων, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν, καθώς αυτοί αποτραβήχθηκαν στα μεγάλα λιβάδια της Πίνδου. Την ύπαρξή τους δηλώνουν τα τοπωνύμια Κιάφα και Μπόρσιανη. Το τοπωνύμιο Κιάφα, το οποίο βρίσκεται στην Οξυά,[40] είναι από την αρβανίτικη λέξη qafa (αυχένας),[41] το οποίο απαντάται, εκτός από την Αλβανία, στην Ήπειρο, στη Βοιωτία και στη Μεσσηνία, στις περιοχές δηλαδή όπου εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες. Εκτός από την γνωστή Κιάφα του Σουλίου, υπήρξε και οικισμός Κιάφα στην περιοχή των Γρεβενών.[42]
     Το τοπωνύμιο Μπόρσιανη, το οποίο στην Κρανιά είναι όνομα ενός λόφου πάνω από την δεξαμενή του υδραγωγείου,[43] απαντάται στην περιοχή της Κοζάνης και είναι το αρχικό όνομα του σημερινού οικισμού Κορυφή του Τσοτυλίου[44] και ως Μπούρσιανη στην περιοχή της Καλαμπάκας, όπου υπήρχαν δύο οικισμοί, η διαλυμένη Κάτω Μπούρσιανη και η Επάνω Μπούρσιανη, η σημερινή Νέα Ζωή.[45] Το τοπωνύμιο αυτό, με κύριο θέμα το επώνυμο Μπόρσας και την μεσαιωνική κατάληξη –ιανη, έχει σχέση με τα θεσσαλικά τοπωνύμια Τζερνίτζανη, Ράψανη, Νιβόλιανη, Σελίτσανη, Σμόλιανη, Αγόριανη. Το επώνυμο Μπόρσας έχει σχέση με τα ονόματα των οικισμών Μπόρσια, σήμερα Μπόρσας, της Αργολίδας και Μπόρσι των Λεχαινών της Ηλείας.[46]

KOSTAS SPANOS

ABANDONED VILLAGES OF THE KRANIA AREA

SUMMARY[47]

     Many years ago, in the area of the Krania district, there were four house establisments (small villages) which were later abandoned for unknown reasons. These four villages were the following:
     1. Karya or Karitsa established at a later Byzantine-s time at a place somewhere in the present Monastery of Palaiokarya. This information is written down at an imperial order, known as Chrysovoulon of Andronikos Palaiologos the third.
     2.  Lapata which seems to be a shepherds- habitation area placed in the slopes of a mountain called Oxya opposite the previously mentioned Monastery of Palaiokarya. This is written down in the 1613/1614 kodex of the Meteora monasteries where one can see that the whole area was owned by another monastery of Deskati called Monastery of Bounasia.
     3. Merna. This was also a small shepherds- village about five kilometres west of Krania area and it is mentioned in an 18th century kodex of a Meteora monastery.
     4.  Braιko. Another small shepherds- village southeast of Krania area which is mentioned at an 18th century kodex of Meteora.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΑΝΟΣ

     Ο Κώστας Σπανός, συνταξιούχος δάσκαλος, γεννήθηκε στη Δεσκάτη το 1943. Από το 1968 ασχολείται με την Ιστορία της Θεσσαλίας, ερευνώντας σε πολλά αρχεία. Με βάση τις έρευνές του αυτές έχει δημοσιεύσει, μέχρι τώρα, 450 μελέτες και άρθρα  σε πολλά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων και τοπικές εφημερίδες.
     Για τις γλωσσικές και λαογραφικές μελέτες του τιμήθηκε με  έναν έπαινο (1968) και δύο βραβεία (γ΄ κατηγορίας, το 1971, και β΄ κατηγορίας, το 1977) από το Κέντρο ΄Ερευνας της Ελληνικής Λαογραφίας και την  Γλωσσική  Εταιρεία της Ακαδημίας και με έναν έπαινο από τον «Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου» (1978). To 2000 βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την πολυετή ενασχόλησή του με την Θεσσαλική Ιστορία και την έκδοση του   Θεσσαλικού Ημερολογίου.
     Είναι μέλος του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας και της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας. Έχει συμμετάσχει σε 117 επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες με ισάριθμες ανακοινώσεις, παρουσιάζοντας θεσσαλούς αγωνιστές του 1821, διαλυμένους οικισμούς της Θεσσαλίας, ονόματα και επώνυμα των Θεσσαλών, από τον 16ο αιώνα και εξής, και ιστορικά στοιχεία για θεσσαλικούς οικισμούς. Έχει δώσει πολλές διαλέξεις, σε πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας, παρουσίασε θεσσαλικά θέματα από ραδιοφωνικούς σταθμούς και έχει διδάξει θεσσαλική ιστορία σε πολλά επιμορφωτικά σεμινάρια.
    Από το 1980 εκδίδει, στη Λάρισα, το ιστορικό περιοδικό Θεσσαλικό Ημερολόγιο με 60  τόμους έως τώρα. Έχει τυπώσει  τα παρακάτω έργα του :
     1) Συγκομιδή (ποιήματα), εκδόσεις «Θεσσαλικής Εστίας», Λάρισα 1974, σ. 32.
    2) Η Περραιβία του 1858 κατά τον Leon Heuzey, ανατύπωση από την Περραιβία, Θεσσαλονίκη, 1978, σ. 20.
    3) Επιγραφές και ενθυμήσεις από τα χωριά Στόμιο και Καρίτσα της Λάρισας, 4ος αι. μ.Χ.-1888, ανατύπωση από την Περραιβία, 31-32 (Ελασσόνα 1979), Θεσσαλονίκη 1979, σ. 48.
    4) Κλέφτικα θεσσαλικά τραγούδια, Λάρισα 1980, σ. 126.
    5) Το Κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου της Ραψάνης (1778-1889), ανατύπωση από το Θεσσαλικό Ημερολόγιο,  Λάρισα 1982, σ. 80.
    6) Δημοτικά τραγούδια της Δεσκάτης, έκδοση του Ε.Μ.Ο.Δ, Δεσκάτη 1986, σ. 112.
    7) Δημοτικά τραγούδια του χωριού Ανατολή της Αγιάς, έκδοση του Συλλόγου των Ανατολιτών «Ο Άγ. Ιωάννης Πρόδρομος», Λάρισα 1986, σ. 80.
    8) Ενθυμήσεις και επιγραφές από την περιοχή της Δεσκάτης (1585-1914),έκδοση του Ε.Μ.Ο.Δ, Λάρισα 1991, σ. 112.                                                                                                                                                                                                                                                                       
    9) Το ιστορικό του εξηλεκτρισμού της Λάρισας 1914-1994,έκδοση της ΄Ενωσης Τεχνικών Δ.Ε.Η, Τμήμα της Λάρισας,  Λάρισα 1994, σ. 144.
  10) Τα μαστόρικα (κουδαρίτικα) της Δεσκάτης, ΄Εκδοση του Σωματείου Οικοδόμων και συναφών επαγγελμάτων της Δεσκάτης,  Δεσκάτη 2000, σ. 64.
  11) Άγνωστοι θεσσαλοί αρματολοί αγωνιστές κατά την Επανάσταση του 1821, εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 290.
  12) Τα πρακτικά της εκκλησιαστικής και της σχολικής επιτροπής της Δεσκάτης (1.7.1912-29.6.1916), Λάρισα 2009, σ. 128.
  13) Θεσσαλικές Ενθυμήσεις, 1404-1881, Α΄ τόμος, 1404-1799, Λάρισα 2111, σ. 156.


   [1]. Ελευθέριος Λάλος, Η Κρανιά Ελασσόνας. Ιστορία-Λαογραφία, Θεσσαλονίκη 2007, 216.
   [2]. Ελευθέριος Λάλος, ό. π., σ. 217.
   [3]. Ελευθέριος Λάλος, ό. π., σ. 219.
   [4]. Fr. Miklosich - Ios. Müller, Acta et diplomata monasteriorum et ecclesiarum Orientis, Βιέννη 1887, 272˙ Κώστας Σπανός κ. ά., «Η Βυζαντινή Θεσσαλία. Οικισμοί-τοπωνύμια-μοναστήρια-ναοί», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 12 (Λάρισα 1987) 56-57.
   [5]. Melek Delilbasi - Muzaffer Arikan, Hicri 859 tarihli. Suret-i defter-i sancak-i Tirhala, Ankara 2001.
   [6]. Νίκος Α, Βέης, Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των χειρογράφων κωδίκων των αποκειμένων εις τας μονάς των Μετεώρων, ΚΕΜΝΕ, Αθήναι 1967, 76˙ Κώστας Σπανός, Θεσσαλικές  Ενθυμήσεις, 1404-1881. Τόμος Α΄: 1404-1799, Λάρισα 2011, 36.
   [7]. Δημ. Λουκόπουλος, «Από έναν κώδικα διαλυμένου μοναστηριού του Ολύμπου (!)», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, Αθήναι 1936, 120-121˙ Κώστας Σπανός, Ενθυμήσεις και επιγραφές από την περιοχή της Δεσκάτης, Λάρισα 1991, 29-30.
   [8]. Σπαχής < τουρ. sipahi˙ ιππέας, τιμαριούχος.
   [9]. Δημ. Λουκόπουλος, ό .π., σ. 120-121˙ Κώστας Σπανός, ό. , σ. 29-30.
  [10]. Ελευθέριος Λάλος, ό. π., σ. 438-440.
  [11]. Κώστας Σπανός, «Οι θεσσαλικοί οικισμοί και τα ονόματα των αφιερωτών τους στην πρόθεση 215 της Μονής του Βαρλαάμ, 1613/1614-19ος αιώνας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 23 (Λάρισα 1993) 98, αρ. 129.
   [12]. Κώστας Σπανός, «Οι θεσσαλικοί οικισμοί….», ό. π., τ. 24 (1993) 178.
   [13]. Κώστας Σπανός, «Οι θεσσαλικοί οικισμοί….», ό. π., τ. 23 (1993) 100, αρ. 175 και τ. 24 (1993) 154.
   [14]. Κώστας Σπανός, «Η ανέκδοτη πρόθεση 291 της Μονής Βαρλαάμ, 18ος αιώνας. Συμβολή στη μελέτη των θεσσαλικών τοπωνυμίων και ονομάτων», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 17 (Λάρισα 1990) 53, αρ. 61.
   [15]. Κώστας Σπανός, «Η ανέκδοτη πρόθεση…», ό. π., σ. 69.
   [16]. Κώστας Σπανός, «Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο του 18ου αιώνα. Συμβολή στη μελέτη των θεσσαλικών τοπωνυμίων, των ονομάτων και των επωνύμων», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 8 (Λάρισα 1985) 19, αρ. 34.
   [17]. Κώστας Σπανός, «Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο…», ό. π., σ. 30.
   [18]. Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, «Ερμής», Αθήνα 1982, 139˙  Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Αρχείο Αλή πασά Γενναδείου Βιβλιοθήκης, ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2007, τ.  B, 670.
   [19]. Οφείλω ευχαριστίες στον συμβολαιογράφο της Δεσκάτης Παύλο Μπαλογιάννη, με την άδεια του οποίου έγινε δυνατή η έρευνα στο αρχείο του εκεί Υποθηκοφυλακείου.
   [20]. Πούλος˙ υποκοριστικό του βαφτιστικού Πουλημένος, το οποίο εμφανίζεται πολύ συχνά στις προθέσεις των θεσσαλικών μονών συνήθως ως Πούλιος.
   [21]. Πονάσια˙ η Μονή της Μπουνάσια. Οικισμός Μπουνάσια δεν υπήρξε.
   [22]. Χασλάρ˙ πληθυντικός του ουσιαστικού Χας  (Χάσι). Χασλάρ˙ Χάσια.
   [23]. Η 25η του μουσουλμανικού μήνα Ραμαζάν του έτους 1157 της εγείρας αντιστοιχεί με την 1η Νοεμβρίου του έτους 1744.
   [24]. Τέλος της πρώτης σελίδας του εγγράφου του 1744.
   [25]. Κοτζαμπασήδες˙ προεστοί.
   [26]. Το έτος 1160  της εγίρας αντιστοιχεί με το δικό μας έτος 1747.
   [27]. Για τους Μουσουλμάνους, οι Χριστιανοί θεωρούνταν άπιστοι.
   [28]. Η χρονολογία αυτή πρέπει να είναι 1165, δηλαδή μεταγενέστερη του έτους 1160 κατά το οποίο παραχωρήθηκαν τα Λάπατα στον σπαχή Τζαφέρ Ομέρ.
   [29]. Τέλος της πρώτης σελίδας του εγγράφου.
   [30]. Ελευθέριος Λάλος, ό. π., σ. 438.
   [31]. Ελευθέριος Λάλος, ό. π., σ. 423-427.
   [32]. Κωνσταντίνος Νικ. Μπατσίλας, Τοπωνύμια της Κρανιάς, έκδοση του Δήμου Αντιχασίων, Κρανιά 2006, 117.
   [33]. Ελευθέριος Λάλος, ό. π., σ. 425.
   [34]. Κώστας Σπανός, «Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο…», ό. π., σ. 20, αρ. 46.
   [35]. Κώστας Σπανός, «Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο…», ό. π., σ. 44.
   [36]. Κώστας Σπανός, «Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο…», ό. π., σ. 20, αρ. 52.
   [37]. Κώστας Σπανός, «Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο…», ό. π., σ. 30.
   [38]. Κωνσταντίνος Νικ. Μπατσίλας, ό. π., σ. 43.
   [39]. N. Beldiceanu, «Timariotes chrètiens en Thessalie 1454/55», Sudost-Forschungen, XLIV (Münhen 1985) 72-73˙ Kώστας Σπανός, «Συμπλήρωμα στη Βυζαντινή Θεσσαλία», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 15 (Λάρισα 1989) 86. 
   [40]. Κωνσταντίνος Νικ. Μπατσίλας, ό. π., 24.
   [41]. Δικαίος Β. Βαγιακάκος, «Παρατηρήσεις επί του συγχρόνου τοπωνυμικού της Βοιωτίας», Α΄ Διεθνές Συνέδριο Βοιωτικών Μελετών, Επετηρίς της Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών, 1/β (Αθήνα 1988) 993.
   [42]. Mαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών στην περιοχή του Αλιάκμονα κατά την Τουρκορατία. Ο κώδικας αρ. 201 της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας. ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2000, 175˙ Αχιλλεάς Γρ. Γεωργόπουλος, Διαλυμένοι οικισμοί του νομού Γεβενών, 16ος-20ός αι., Γρεβενά 2006, 100-104.
   [43]. Ελευθέριος Λάλος, ό. π., σ. 223˙ Κωνσταντίνος Νικ. Μπατσίλας, ό. π., σ. 120.
   [44]. Mαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, ό. π., σ. 177, 259.
   [45]. Υπουργείον Εσωτερικών, Πίνακες των επαρχιών Ηπείρου και Θεσσαλίας κατά την απογραφήν του 1881, εν Αθήναις 1884, 32, αρ. 578/3 και 579/4.
   [46]. Μιχαήλ Σταματελάτος - Φωτεινή Βάμβα Σταματελάτου, Επίτομο Γεωγραφικό Λεξικό, «Ερμής» 2001, 517.   
   [47]. Την περίληψη στα αγγλικά οφείλω στον φίλο Αλέξη  Γαλανούλη.

ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΕΚΔΟΤΗΣ: ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΑΝΟΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΣΠΑΝΟΣ, Δρ Ιστορίας
Ασκληπιού 68, 412 22 ΛΑΡΙΣΑ
τηλ. 2410-626.016, κιν. 6972-460.484
e-mail: kspanos.thessaliko@otenet.gr
www.thessaliko.gr

Πηγή άρθρου: Θεσσαλία Τηλεόραση
Φωτογραφία άρθρου: Βάιος Παπαγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου